Page 60 - mag_103
P. 60
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΉΤΑ
Η γιαγιά της Ειρήνης
Στα πρώτα χρόνια του δημοτικού, το όνομα της Στέλλας στο σπίτι μου
τραβούσε θύελλες. Στο άκουσμα του ξεσπούσαν φωνές, απαγορεύσεις, κα-
θημερινές εντάσεις, με κυρίαρχη τη φωνή της μάνας. "Πάλι μ’ αυτή τη γύ-
φτισσα ήσουνα; Δε σου είπα, να μείνεις μακριά απ’ τους τουρκόσπορους;"
"Γιατί;" αναρωτιόμουν κι έψαχνα να βρω ψεγάδια στη Στέλλα με τα μελιά
μάτια. Στη Στέλλα που με έκανε να γελάω ασταμάτητα με εκείνο το λάμδα
που το έσερνε παχύ παχύ στη γλώσσα, δυσκίνητο, αστείο. "Πώς είναι το
60 επίθετο σου;" τη ρωτούσα ξανά και ξανά, μέχρι να ακούσω τούτο το Σενελ-
τζίογλου να κατεβαίνει διστακτικά στα χείλια, ξενόφερτο κι αυτό, ξεριζωμέ-
νο και φοβισμένο. Στη Στέλλα μου δεν εύρισκα ψεγάδι, ούτε ένα.
Και οι δικοί της, όσο κι αν προσπάθησα να ανακαλύψω σκοτεινές όψεις
τους, πάντα με περίμεναν ολοφώτεινοι, χαρούμενοι, εγκάρδιοι να με καλο-
δεχτούν.
"Γιαβρί μ’," φώναζε η γιαγιά Ζεχρά, η Ζαχάρω η τουρκάλα όπως τη
φωνάζανε στη γειτονιά, μόλις με έβλεπε και άνοιγε την αγκαλιά της ζεστή
ζεστή και γεμάτη αρώματα από κανέλα και μαχλέπι, που ξεπηδούσαν από
τα μικρά κοκκάλινα κουμπιά της ρόμπας της, από τις τσέπες της άσπρης
ποδιάς της, από κάθε ρόζο των χεριών της. "Χος γκελντίν Μπαχάρ" (καλώς
ήρθες άνοιξη), έλεγε το στόμα της και μέλωναν τα μάτια της. Τόσο γλυκιά,
τόσο καλή, όσο καμιά άλλη.
Το φτωχικό σπίτι τους έλαμπε από καθαριότητα. Και τι δεν είχαν επι-
στρατεύσει για να το φωτίσουν και να το στολίσουν. Τρίχινοι μποξάδες με
λεπτοδουλεμένη δαντέλα στην άκρη, φερμένοι από τη γη τους, απ’ τα παλιά