Page 61 - mag_103
P. 61

της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου



























               σπίτια τους, παραχωμένοι σε κρυφά κι απόκρυφα μέρη για να γλυτώσουν

               τη λεηλασία, βαλμένοι πάνω από τον νεροχύτη τώρα, να ακουμπούν μαλα-

               κά τα ποτηράκια του τσαγιού, πέντε, ξέκληρα απομεινάρια από την παλιά

               δωδεκάδα της δόξας. Εκεί έπεφτε το μάτι μου όταν έμπαινα απ’ το κατώφλι.

               Λες και με τραβούσε ένας αλλόκοτος μαγνήτης, εκεί κολλούσε το βλέμμα


               μου. Το ένιωθε η γιαγιά Ζεχρά, ανέβαινε στο σκαμνί, κατέβαζε με προσοχή

               ένα και το έβαζε στην παλάμη μου. "Τούτο κόρη μου είναι απ’ την πατρίδα.

               Μυρίζει ακόμη τα άγια χώματα της. Στάσου να σου βάλω μια σταλιά καφού-                                           61

               λι να τα μυρίσεις κι εσύ." Αυτός ο καφές της γιαγιάς με τα δυο κουλουράκια

               κανέλας στο πλάι, ήταν κάτι που δεν ξέχασα ποτέ μου. "Να είσαστε αγαπη-

               μένες με το Στελλί μου, να μονοιάζετε τις έγνοιες σας και τότες δε θα σας


               επειράξει κανείς και τίποτα." "Γιαγιά", την κόβαμε. "Πες μας πώς ζούσατε

               εκεί, στα μέρη σας τα όμορφα", της λέγαμε με μια φωνή. "Γιαβάς γιαβάς,

               φάτε πρώτα να καρδαμώσετε και θα σας πω. Τότες που αλυχτούσανε οι

               σκύλοι που λες, πριν μας χαλνάσουνε ούλους, κατά πώς ερέουτο (ορεγόταν)

               για μας τους ρωμιούς ο μακελάρης τους, τότες που λες... άρχιζε... Και μεις

               με στόμα και μάτια ορθάνοιχτα, μπάζαμε μέσα μας, καταπίναμε λαίμαργα,

               μια ζωή που δεν γνωρίζαμε, μια ζωή σαν παραμύθι. "Άι μεντέτ (αι στα κομ-


               μάτια), ήσπασε κι αυτό", σταματούσε τη διήγηση κάποια στιγμή, όταν τα

               μάτια της φούσκωναν από τα δάκρυα, και έκανε τάχα πως περιεργαζόταν

               το χερούλι της κούπας της. "Κάμετε κομμάτι στασό (σταμάτημα) τώρα να

               σας βάνω σουρμέ (μαύρη μπογιά) στο βλέφαρο". "Ναιιιιιι", φωνάζαμε με

               λαχτάρα και παίρναμε θέση.
   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65   66