Page 62 - mag_103
P. 62
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΉΤΑ
Η γιαγιά της Ειρήνης
"Μαριγώ, στο παραθύρι βάφεις φρύδια με σουρμέ, ήθελα να τα φιλήσω κι
ας πληρώσω τζερεμέ", τραγουδούσε και μας πέρναγε ένα χέρι σουρμέ τα
μάτια και τα τσίνορα.
"Μάτια μου σουρμελίδικα, πού τό ‘βρατε το νάζι,
σε ποιο μπαξέ θε' να'βρω ‘γω πούλουδο να σας μοιάζει". "Φτου, φτου να
μη σας εβασκάνω.
Άιντε κοκόνες μου, ύστερις πάλι και θα με πιάσει ο τέντζερης".
Στην αρχή πήγαινα με λαχτάρα στη μάνα να της πω τι έμαθα από τη
γιαγιά Ζεχρά. "Μαμά, μας έβαλε και σουρμέ..." .Την πρώτη φορά που το ξε-
στόμισα, πάγωσα από την αντίδραση της. "Πωπωπω! Του σκοινιού και του
62
παλουκιού θα σας καταντήσει, σαν τα μούτρα της! Παντελή, μίλα κι εσύ.
Πες της. Θα το χάσουμε το κορίτσι. Άκου μπογιατίσματα σε μικρά παιδιά,
άκου πράματα η τουρκάλα! Δε θα ξαναπάς εκεί. Θα στα κόψω τα πόδια άμα
σε ξαναδώ έτσι ντροπιασμένη!" Ντροπιασμένη... Ποια ήταν η ντροπή μου;
έκλαιγα στο κρεβάτι μου κι αναρωτιόμουν...
Πέρασαν τα χρόνια και παρά τις απαγορεύσεις, με τη Στέλλα δεν κό-
ψαμε. Και τη γιαγιά έβλεπα στα κλεφτά γυρνώντας απ’ το σχολείο. Πότε με
ψέμματα, μάλλον μόνο με ψέματα γιατί η αλήθεια ήταν βαριά κι ασήκωτη,
έτρεχα να βρω τις μυρωδιές που αγαπούσα στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς.
Εκείνη ένιωθε χωρίς να της πω κάτι. "Σ’ αγαπάει η ανέ (μάνα), μου έλεγε. Σε
νοιάζεται γιαβρί μ’. Μη της μανίζεις (κακιώνεις). Έλα και σου ‘χω κιοφτέδες
έτοιμους. Με φαίνεται θα σου‘ρτει μπαΐλντισμα (λιποθυμία) απ’ την πεί-
να". Αχ βρε γιαγιά... Ακόμη ο αχνός απ’ τους κιοφτέδες σου γαργαλάει τις
αισθήσεις μου. Όσα κι αν μου έμαθες, όσα μυστικά κι αν μου φανέρωσες,
ποτέ δεν τους πετυχαίνω, ποτέ δεν μοιάζουν με της Ζεχράς μου. Ακόμη και η
μάνα μου το παραδέχτηκε... Το φαντάζεσαι; "Σαν τους κιοφτέδες της τουρ-