Page 77 - mag_100
P. 77

της Δήμητρας Ξενάκη











               Ο χρόνος τυλίγεται σαν βραχιόλι στο                   - Γιατί καλοδέχεσαι τον τρυφερό ήλιο,

               πόδι μου. Εύκαμπτο  μαλακό  κλωνάρι,                    που πήρε τη θέση του καυτού ήλιου
               γεμάτο με φύλλα. Ανεβαίνει συνέχεια                     που σε θάμπωνε;
               προσπαθώντας να με κατακτήσει και να                  - Γιατί αγαπάς, τα χρυσοκόκκινα χρώ-

               μου μιλήσει.                                            ματα άλλαξαν την εικόνα γύρω σου;

               Τον παρακολουθώ από παλιά. Το ξέρει.                  - Γιατί σου φαίνεται φυσικό, που το κα-
               Σφίγγω το σάλι μου. Δρόσισε κι εγώ κα-                  θαρό γαλάζιο του ουρανού, άλλαξε κι

               λοδέχομαι το φρέσκο αεράκι του φθινο-                   έγινε μωβ;
               πώρου.                                                Ο αναστατωμένος εαυτός μου, αυτός
 Μικρές        Ήρθε πάλι η αγαπημένη μου μωβ επο-                    που έχει τρομάξει από την αλλαγή μιλάει



                                                                     συγχρόνως με τον ήρεμο.
               χή. Φέτος με βρίσκει να κάθομαι στο
                                                                     - Μειώνεται το φως. Ποιος ξέρει αν θα
 φθινοπωρινές   καφενείο της πλατείας. Σηκώθηκα νω-                  - Πως αντέχεις τα μαραμένα φύλλα;                          77
                                                                       λάμψουν πάλι όλα, στη φύση και στη
               ρίς –όπως έκανα τόσα χρόνια. Ετοιμά-
                                                                       ζωή σου;
               στηκα και βγήκα.

 στιγμές       Πήρα τον δρόμο για το σχολείο. Αυτός                  - Μήπως επειδή ταιριάζουν με τη ζωή
               με ήξερε. Είμαι σίγουρη πως με περί-
                                                                       σου;
               μενε. Τόσα χρόνια, άκουγε τα βήματά
                                                                     - Χρώματα σήψης… Μήπως έχουν κα-
               μου. Τόσα λόγια ανταλλάξαμε. Είπα πως
               πρέπει να περάσω και φέτος, να του πω,                  τακλύσει τα μέσα σου;
               ότι από δώ και πέρα είμαι συνταξιούχος.               Το κλωνάρι του χρόνου με σφίγγει. Νο-

               Δεν θα πηγαίνω κάθε πρωί στα μελισ-                   μίζω πως με κοροϊδεύει. Βάφτηκε κι

               σάκια μου.                                            αυτό χρυσοκόκκινο. Σκαρφαλώνει πιο
               Κι ενώ βαδίζω, αισθάνομαι το κλωνάρι                  ψηλά στο κορμί μου. «...ένα σπιράλ, ατέ-

               του χρόνου να τραβάει το πόδι μου δε-                 λειωτοι κύκλοι είναι η ζωή», λέει. «Αυτά

               ξιά. Έχει δίκιο το κλωνάρι. Τώρα είμαι                δεν έλεγες στα παιδιά, τόσα χρόνια;»
               δασκάλα, μόνο στην ψυχή. Στην πράξη                   Στρίβω δεξιά μπερδεμένη. Πηγαίνω
               όχι πια. Πρέπει να αποδεχτώ την αλλα-                 προς την πλατεία. Κάθομαι στο καφε-

               γή, πρέπει να βρω νέα βήματα, σε έναν                 νείο της γωνίας.

               άλλο δρόμο.                                           Σήμερα δεν βλέπω παιδικά προσωπά-
               Φέτος το φθινόπωρο έφερε τις αλλαγές                  κια. Αλλάζει η ζωή μου. Βλέπω τα φύλ-

               που λατρεύω στη φύση μαζί με μια πιο                  λα των δέντρων. Εδώ και λίγες μέρες το
               μεγάλη αλλαγή για μένα.                               χρώμα τους μεταβάλλεται. Το πράσινο

               Ο ήρεμος εαυτός μου, μιλάει συνέχεια.                 φεύγει αργά αργά. Δίνει τη θέση του στο
   72   73   74   75   76   77   78   79   80   81   82