Page 68 - mag_100
P. 68

ενΑΣ μπΑμπήΣ


                       Λίγο καλοκαίρι ακόμα
                               παρακαλώ
































               σπεράσει μα ο κύριος τον σταμάτησε,                   θάνει; Να ξαναγεννηθεί; Καμία απάντη-

               αγγίζοντας τον απαλά στον ώμο.                        ση.

               «Μην προσπερνάτε τη ζωή, το κάνετε                    Άπλωσε  το  χέρι  μ’  έναν  αναστεναγμό.
               συνέχεια, πόσο ακόμα; Πάρτε το»                       Ο άλλος έκανε ένα βήμα πίσω, το πο-
   68
               Κοίταξε μια το χαρτί, μια τον άνθρωπο                 λυπόθητο χαρτί απομακρύνθηκε λίγα
               που στεκόταν μπροστά του. Οι λέξεις τον               εκατοστά από τα δάχτυλά του. Έτσι δεν

               ενόχλησαν όσο έπρεπε.                                 γινότανε πάντα; Πουτάνα ζωή, μόλις το
                                                                     αποφασίσεις φραπ! Εξαφανίζεται η ευ-
               Το θέλω ρε φίλε θαρρείς; Το θέλω να                   καιρία.
               την προσπερνώ μα με ρωτάς και αν την

               προλαβαίνω; Ο απλήρωτος λογαρια-                      «Μα εσείς δεν το αποφασίσατε, απλά
               σμός του ρεύματος ήρθε μπροστά στα                    σας έτυχε κι ακόμα δεν ξέρετε αν το θέ-

               μάτια του προκλητικά. Μετά ο λογαρια-                 λετε πραγματικά. Έτσι δεν είναι;»
               σμός του σούπερ μάρκετ, το τηλέφωνο                   Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε 9.10. Πάλι

               του σπιτονοικοκύρη του, «δύσκολος                     θα αργούσε, πάλι θα άκουγε παράπο-
               χειμώνας έρχεται» του τα μάσαγε, αύ-                  να, πάλι θα έψαχνε δικαιολογίες. Έπρε-

               ξηση μυριζότανε. Κι η δουλειά, πεντα-                 πε να φύγει όσο ήταν καιρός, να τρέξει
               ροδεκάρες, μεροδούλι, μεροφάι, μήτε                   στις ηλεκτρικές σκάλες, να προλάβει

               για λουκούμια δεν είχε στην άκρη. Λέμε                τον συρμό, να μπει μέσα, να εξαφανι-
               τώρα.                                                 στεί  στις υπόγειες στοές. Όμως παρέ-


               Δεν είπε τίποτα. Ο άλλος τον κοιτούσε                 μεινε ακίνητος εκεί, μπροστά σ’ αυτόν
               ήσυχα με το χέρι απλωμένο. Ο κόσμος                   τον άγνωστο που τον γήτευε σαν να ‘ταν

               γύρω τους έτρεχε σαν παλαβός να προ-                  φίδι.
               λάβει, τι να προλάβει; Να ζήσει; Να πε-               «Όταν κερδίζουμε ένα εισιτήριο, οφεί-
   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73