Page 82 - magazine_84
P. 82
ΘΡΑυΣμΑΤΑ
ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΙΚΟ
ΠΕΙ ΣΙΘΑΝΑΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες μέσα σε μια κεκαλυμμένη ακινησία.
Ακίνητος ο κόσμος... ακίνητη η ενσυνείδητή μου φύση... ακίνητες οι προθέ-
σεις μου... ακίνητη, ακίνητη σχεδόν κι εγώ... να κρατάω την ανάσα θέλοντας
να πιάσουν οι κεραίες μου το τι μου συμβαίνει... Μια ηλίθια παλινδρόμιση
από τη λογική στο όνειρο. Και συνεχώς ατίθασα και μαεστρικά ο νους μου
πάλι σε σένα γυρνούσε....
Πότε πότε έπαιρνα το «σωσίβιο» χαρτί και με μια αποφασιστική βουτιά ξεκι-
νούσα τις απλωτές πάνω του.... Και σου έγραφα... σου έγραφα... Πράγματα
που όμως δε θα διαβάσεις ποτέ. Και φοβόμουν μην πέσουν ζιζάνια μάτια
πάνω στον χάρτινο κήπο που άνθισε από τη φροντίδα του χεριού μου που
αλλοφρόνησε εντελώς... Ήσουν μια ρίζα μέσα στην καρδιά μου που απλω-
82
νόταν σε όλο το κορμί, ακολουθούσες τα χνάρια ενός κοκκινολαίμη που φτε-
ρούγιζε εντός μου και κρυβόταν στις λόχμες των ονείρων μου... Μια ρίζα
που απλωνόταν κι έφτιαχνε δάσος μεθυσμένων ψιθύρων, φυλλορροούντα
σμήνη φιλιών στα ανήσυχά μου μέλη και ήσουν γεμάτος λόγια-ζαρκάδια που
ξεπετάγονταν διψασμένα από τη φυλλωσιά των χειλιών σου για να έρθουν
σε μένα... Χάθηκες και πυρπολήθηκε όλη η χλωρίδα της πλάσης για μένα…
Κάποια στιγμή μια φράση στον περίγυρό μου που μιλούσε για βοήθεια ει-
δικού έφτασε στ' αυτιά μου… «Κλώτσησα»… Πείσμωσα…. Μπορεί και να
φοβήθηκα… Και μου είπα πως πρέπει να φιλιώσω με το θάνατο, πρέπει να
τον κανακέψω ίσως κιόλας. Ένιωσα απότομα πως το χαρτί της ψυχής μου
που το είχε τσαλακώσει η μοίρα μου στα χέρια της εγώ μόνη μου ήθελα να
το ισιώσω, έστω κι όπως-όπως. Δεν ένιωθα να έχει κομματιαστεί ώστε να
μη διορθώνεται. Με κατάκλυσε ένα πείσμα να μπω μέσα στο σπίτι της ύπαρ-
ξής μου και να κάνω μια γερή φασίνα, να καθαρίσω βρωμιές και σκουπίδια