Page 81 - magazine_84
P. 81

της Δήμητρας Γιαννοπούλου














               Εκείνες τις μέρες ξυπνούσα λουσμένη στον ιδρώτα και με μια κούραση


               λες και στον ύπνο μου βάδιζα ατέρμονα χιλιόμετρα.


               Βίωνα μια μυστήρια και ταραγμένη πραγματικότητα... Δεν είχα πλέον καμιά

               αντίληψη του χρόνου και ήταν λες και είχα κρυφτεί μέσα σε έναν μηχανι-

               σμό ρομποτικό από όπου και συνέχιζα να εργάζομαι, να κινούμαι, να πίνω


               καφέ και να καπνίζω, να τρώω λιγάκι, να πίνω όμως άπειρο νερό, να μιλώ


               ελάχιστα με τους γύρω μου και να παριστάνω περίπου επιτυχώς πως τους

               ακούω... αλλά.... αλλά... πώς να το πω... πώς να το εκφράσω που κι εγώ

               ακόμα που το βίωνα δεν το είχα χωνέψει...


                Έλειπα...
                                                                                                                                81
               Έλειπα από μέσα μου... Ήταν σαν, φεύγοντας, να με είχες πάρει μαζί σου…

               να με κουβαλούσες μικροσκοπική και εύθραυστη πάνω στην παλάμη σου

               κι εγώ να σου ψιθυρίζω συνεχώς «κράτα με... κράτα με γερά... αν μ΄αφή-


               σεις και πέσω κάτω θα σπάσω». Κάποιες στιγμές, ριγμένη κι αφημένη ολό-


               κληρη στην ανάμνησή σου, σε νοσταλγούσα με την αίσθηση μιας μαχαιριάς

               στο στέρνο και παρακαλούσα κάποιο τηλέφωνο να χτυπήσει, κάποια ανάγκη

               πρακτική να προκύψει και να με ανασύρει από τους κάμπους της μαρμάρι-


               νης νοσταλγίας για να με βάλω πάλι σε λειτουργία.


               Ξεκίνησε τότε να μου κάνει παρέα κι ένας υπόκωφος, περίεργος πυρετός

               που όμως δε με ανησύχησε μα αντίθετα με έκανε να χαίρομαι για την εμφά-

               νισή του. Επειδή έτσι μπορούσα να απενοχοποιούμαι και να επωφελούμαι


               από την απουσία ευδιάκριτων ορίων ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ονειρι-


               κό. Αλλιώς, ήμουν αντιμέτωπη με μια αλήθεια που έβγαζε αγκάθια και δεν

               ήξερα από πού να την αγγίξω.
   76   77   78   79   80   81   82   83   84   85   86