Page 73 - magazine_84
P. 73

της Δήμητρας Ξενάκη









                                    Τα φτερά












               Ρωτάς, όλο ρωτάς... Πώς ήμουν,                        λέξεις που διάλεξαν, δεν καταλαβαί-

               πως είμαι, πως θα 'θελα να 'μαι...                    νουν τους νόμους  των βιβλίων.

               Με κοιτάς  και περιμένεις.                            Αυτή ήμουν.

               Τι περιμένεις;                                        Φρρρστ...! Ένα φιλί στους θεούς της
               Να ψάξω λέξεις να ταιριάζουν με τις                   αγάπης, μια αγκαλιά για όλα τα παι-

               μέρες μου και να τις βάλω στο χαρ-                    διά του κόσμου , ένα χαμόγελο σ’

               τί; Να βρω φωτογραφίες  παλιές και                    όσες  γιαγιάδες παλεύουν με ροζια-
               τωρινές και να τις βάλω σε κάδρο,                     σμένα χέρια να πλέξουν ζιπουνάκια.

               μήπως δεις στα μάτια μου τη διαφο-                    ...Και μια καρδιά ανοιχτή στους ερα-

               ρά;                                                   στές  και στους μοναχικούς ταξιδιώ-                        73
               Τι να σου πω;                                         τες των οριζόντων..

               Πως να σε κάνω να καταλάβεις ότι                      Αυτή ήμουν.

               κάποτε είχα ολοφάνερα  φτερά και                      Μια μέρα βάλθηκα να καθαρίσω τη
               ήμουν σαν  άγγελος , που ταξίδευε                     γωνιά ενός σπιτιού. Το λούκι κα-

               όπου ήθελε, έβλεπε όσα ήθελε, έκα-                    τέβαζε τα νερά τ’ ουρανού, χρόνια

               νε πολλά και σχεδίαζε άλλα τόσα;                      ολόκληρα. Φύτρωσαν χόρτα στη γη
               Φρρρστ...  έκαναν τα φτερά καθώς                      και βρύα στους τοίχους.

               ανοιγόκλειναν.                                        Το χρώμα το λευκό του σπιτιού έγινε

               Φρσσστ... και με πήγαιναν σε αγρούς                   κίτρινο. Κάτι άτσαλες γραμμές  χα-
               φωτισμένους από κίτρινες ταπεινές                     ράκωσαν το σοβά.

               μαργαρίτες.  Κι έπειτα σε θάλασσες                    Οι άνθρωποι περνούσαν χωρίς να

               και σε πόλεις μικρές χρωματιστές,                     σταματούν.  Κάποιοι έσβηναν εκεί το

               με πολλά γεφύρια.                                     τσιγάρο τους.
               Πέταγα από τόπο σε τόπο μ’ ένα                        Μαζεύτηκαν πολλά βάρη  σ' εκεί-

               άρωμα  ελευθερίας  για  συντροφιά.                    νη τη γωνιά – όπως και μέσα μου.

               Δεν υπήρχαν φράχτες, όρια κι ερμές.                   Έπρεπε να την καθαρίσω πριν γκρε-
               Οι άγγελοι πετάνε, είναι μικροί θεοί,                 μιστεί.

               προσκυνάνε  στους βωμούς και στις                     Δίπλωσα τα φτερά, τα 'κρυψα,  κι άρ-
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78