Page 75 - mag_97
P. 75
της Χριστίνας Πομόνη
«Να τον αφήσεις να ψοφήσει!
Αυτό πρέπει να κάνεις!»
Ο Θοδωρής δεν κουνήθηκε από τη μέσα του. Άλλη στη θέση της, μήτε
θέση του. Η ράχη του καμπουρια- που θα λογάριαζε να σταθεί στον
Γαντζωνόμαστε σμένη, κι ο ίδιος μαραμένος, γερα- άντρα της, όμως, εκείνη έτσι ένιωθε
πως ήταν το σωστό, ποιος μπορούσε
σμένος πρόωρα, με τις μαρτυρίες
τάχα να την κατηγορήσει;
μιας δύσκολης νιότης στο πρόσωπό
από ελπίδες του, κουβαλώντας την όψη του φό- «Γιατί δε μιλάς; Θαρρείς και δεν ξέ-
βου στις ρυτίδες του κι ας μην είχε
ρεις τι γουρούνι παντρεύτηκες!»
πατήσει ακόμα τα τριάντα πέντε. Η
Έκανε πως δεν άκουσε. Δεν έριχνε
ανάσα της μάνας του μπλεκόταν με άδικο στην Αριστέα που σιχαινόταν
γεμάτες χρώματα... τις φωνές της αδελφής του που τρά- τον πατέρα της. Ο Σίμος χαρτόπαιζε
κάθε βράδυ και οι δικαιολογίες του
νταζαν το δωμάτιο καθώς στεκόταν
σαν τον Χάρο πάνω από την ταλαι- ξεχείλιζαν από ψέματα που η ίδια 75 75
πωρημένη γυναίκα, θαρρείς και πε- δεν ήθελε να δει. Τα χρέη του μεγά-
ρίμενε να της ρουφήξει το μεδούλι. λωναν, μαζί και ο θυμός του. Έφευγε
Η Αγνή γούρλωσε τα μάτια της. Πώς απ’ το χωριό και πήγαινε στην πόλη
ήταν δυνατόν αυτό το πλάσμα που να παίξει χαρτιά, να χωθεί μέσα στον
στεκόταν μπροστά της, να είχε γεν- βούρκο της νύχτας, με βαλέδες, γυ-
νηθεί από ’κείνη, να το κουβάλη- ναίκες, και ζάρια, να ρεφάρει για να
σε εννέα μήνες στα σωθικά της και κάνει τη μεγάλη ζωή. Κάθε μέρα, η
να έσπειρε τον Σατανά με τη μορφή ίδια ρουτίνα. Το πρωί στα χωράφια
ανθρώπου; Ποιος χριστιανός μιλά- του, στη γη του, και τα βράδια στην
ει έτσι; Ξημέρωναν Χριστούγεννα, πόλη, στο βίτσιο του, που όσο περ-
όμως στο σπίτι της τίποτε δεν θύμιζε νούσε ο καιρός, όλο και χειροτέρευε.
γιορτή. Μόνο μια γιρλάντα με πολύ- Κι εκείνη, να τον περιμένει, να τον
χρωμα λαμπάκια στόλιζε τη βιβλιο- φροντίζει, να του πλένει τ’ ασπρό-
θήκη με τις άκρες της να κρέμονται ρουχα με αλισίβα από την στάχτη που
στα πλάγια σαν χέρια ανθρώπου μάζευε απ’ τον ξυλόφουρνο και να
κουρασμένου. Το’ξερε πως δεν κά- προσθέτει φλούδες λεμονιού για να
νουν τα λαμπάκια και τα στολίδια τη μοσκοβολά φρεσκάδα, να φροντίζει
γιορτή, αλλά αυτό που νιώθει κανείς τα παιδιά τους, να κάθεται τα βράδια