Page 56 - mag_97
P. 56
ενΑς μπΑμπής
«Ποτέ δεν ξέρεις»
αφεντικά τους τα μέγιστα, σώμα και ζω. Δεν είναι ζωή αυτό που ζω, δου-
ψυχή, χωρίς καμία υπερβολή. λεία είναι, ξέρεις πώς νιώθω; Σα γαϊ-
Κλωσώντας με μανία, λόγω ανάγκης δούρι, ναι, όπως τ’ ακούς, σα ζεμένο
φυσικά όχι λόγω επιλογής, χάναμε γαϊδούρι που όλο δουλεύει και δε μι-
σιγά – σιγά την ταυτότητά μας, γινόμα- λάει. Πότε θα είναι που θα τους αρχίσω
σταν «περίπου» άνθρωποι, «περίπου» όλους στις κλωτσιές;»
πολίτες, «περίπου» άντρες, «περίπου» Ήταν εξοργισμένος. Τον έβλεπα και τον
γυναίκες με μόνο σκοπό την επιβίωση. καταλάβαινα.
Δεν προλαβαίναμε και για τίποτα άλλο. «Και φταίει η Ουρανία γι’ αυτό;»
«Καλά που σε πέτυχα κύριε Μπάμπη – Ο κυρ Στέλιος σταμάτησε, σήκωσε το
μου είπε ο «περίπου» Στέλιος μόλις τον κεφάλι και με κοίταξε με απορία, σα να
πλησίασα – νιώθω άσχημα να ξέρεις είχα πει κάτι που δεν του είχε περάσει
και θέλω να σου ζητήσω συγνώμμη.» ούτε μία στιγμή απ’ το μυαλό.
Έκανα πώς δεν καταλάβαινα. «Η Ουρανία; Όχι βέβαια, τι να φταίει η
56 «Για τις φωνές, ξέρεις, δεν έχει νόη- Ουρανία; Το μυαλό μας φταίει, οι κακές
μα να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. πολιτικές φταίνε, οι καραγκιόζηδες που
Εδώ μας ακούει όλη η γειτονιά, δεν θα μας κυβερνούν φταίνε, όχι μόνο εμάς,
μας ακούς εσύ, που τα σπίτια μας είναι τον κόσμο όλο. Τι να φταίει η Ουρανία
κολλητά, δίπλα – δίπλα;» μου σ’ αυτό;»
Τον καθησύχασα, συμβαίνουν αυτά, οι «Άρα δεν σου τρώει η Ουρανία δέκα
σχέσεις είναι δύσκολες, υπάρχει κα- χρόνια τη ζωή, έτσι δεν είναι;»
τανόηση και λοιπά, ευγένειες που λες, Είχαμε φτάσει στο ταμείο πια κι ο κυρ
όταν δεν ξέρεις κι εσύ ο ίδιος τι να πεις Στέλιος πάλευε να βολέψει πάνω στον
καλά – καλά. πάγκο το σερβίτσιο των πιατικών, υπο-
«Εγώ δεν ήμουνα νευρικός κυρ Μπά- ψήφιο κι αυτό για σπάσιμο, δύο μπου-
μπη μου αλλά τώρα πια δεν αντέχω κάλια γάλα, ένα κιλό φέτα, δύο πακέτα
άλλο, δε σηκώνω ούτε μύγα στο σπα- μακαρόνια και έξι αυγά.
θί μου. Δέκα χρόνια τώρα όλο δώσε, «Τι ειν’ αυτά που λες κύριε Μπάμπη;
δώσε, δώσε, πλήρωσε το ένα, πλή- Η Ουρανία μου είναι η χαρά της ζωής
ρωσε το άλλο, δούλεψε υπερωρίες, μου.»
δούλεψε δυο δουλειές, δούλεψε τρεις Ο τόνος της φωνής και η ζεστασιά, με
δουλειές, κόψε το ένα, κόψε το άλλο, την οποία πρόφερε τις λέξεις, δεν σου
κόψε το σβέρκο σου. Θα εκραγώ νομί-