Page 55 - mag_97
P. 55
της Μαρίας Στρίγκου
Δέκα χρόνια μωρέ, δέκα ολόκληρα χρόνια
«Ποτέ Η φράση συνοδεύτηκε από μια ομοβροντία πιατικών
μου τρως τη ζωή. Δε βαρέθηκες;»
που έσπαγαν ή επειδή δεν είχα οπτική επαφή για να
δεν ξέρεις» είμαι σίγουρος, ας πούμε ότι δεν καλοπερνούσαν.
«Εσύ δε βαρέθηκες, να σηκωθείς να λιο, στο σούπερ μάρκετ της περιοχής 55
φύγεις, να ησυχάσω πια;» να ψωνίζει πιάτα, όχι τίποτα ακριβό ,
Δεν χρειαζόταν μαντικές ικανότητες για από εκείνα της προσφοράς, δεκαοκτώ
να καταλάβω, ότι το ζευγάρι που τσα- ευρώ το σερβίτσιο. Με είδε που τον
κωνότανε, ήταν ο κυρ Στέλιος με την κοίταζα κι έσπευσε να με χαιρετήσει
κυρία Ουρανία, που έμεναν στο διπλα- κατακόκκινος και με σκυφτό κεφά-
νό δυάρι. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη λι. Τώρα που τον καλοκοίταζα ο κυρ
φορά που τους άκουγα να τσακώνο- Στέλιος δεν ήταν καθόλου «κυρ», ήταν
νται, άλλοτε για τη δόση του ηλεκτρικού ένας άντρας γύρω στα σαράντα, ούτε
άλλοτε για τη δόση του αυτοκινήτου κι ψηλός ούτε κοντός, ούτε παχύς ούτε
άλλοτε για τον λογαριασμό του κινητού. αδύνατος, ούτε νέος αλλά ούτε γέρος.
Πάντα για μια δόση ποτέ για το κοκκινι- Ήταν ένας άντρας «περίπου», τι θα πει
στό ή για τα μαθήματα του μικρού ή για «περίπου»; Αυτό που γίναμε όλοι εμείς
το σιδέρωμα. Ούτε για τα πολιτικά, τις τα τελευταία χρόνια. Μεταμορφωθή-
διακοπές ή τη κυρά Στάσα την πεθερά καμε ξαφνικά, μέσα σε μια νύχτα, από
του Στέλιου, που έφτανε από το χωριό νέοι γεμάτοι προοπτικές και ιδέες, σε
απρόοπτα και ξεχειμώνιαζε μαζί τους. «μηχανικές κλώσες», που μόνη τους
Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου, που την υποχρέωση είναι να κλωσούν ολημε-
επομένη, συνάντησα τον κυρ Στέ- ρίς εργατοώρες και ν’ αποδίδουν στ’