Page 88 - mag_95
P. 88

do it YoUrSelF









               «Δεν ξέρω τι να παίξω







                                   στα παιδιά…»








                          Δημιουργίες Παντελή και Βάντας Βουτσά

                                          Εραστές της φύσης, ερασιτέχνες.



               Γράφει η Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά


                      Κατατρυπιόμουν κρατώντας                       τια, κούκλες αληθινές.
               και μπήγοντας αδέξια με τα μικρά                             Όλα άλλαξαν, εμείς γεράσα-

               μου  χέρια  τη  βελόνα  στα  κουρε-                   με κι οι φτωχικές πάνινες κούκλες

   88 88       λόπανα και τις αποκοπές από με-                       μου άλλαξαν ταυτότητα, έγιναν πια
               ταποιήσεις ρουχισμού που έκανε                        διεθνείς φιγούρες από ήρωες και
               η μάνα, τα πιο πολλά τα ζητούσα                       σύμβολα του Harry Potter,  κούκλες

               ευγενικά κοκκινίζοντας από την κ.                     SANTORO, αλογάκια μονόκεροι

               Κούλα τη μοδίστρα. Μια φορά μου                       και τα κουκλόσπιτα πολυτελείας με
               έδειξε η μάνα κι ύστερα το προ-                       όλες τις ανέσεις και την επίπλωση.

               σπαθούσα, το πάλευα να σχηματί-                       Έγιναν χειροποίητα προϊόντα εργα-
               σω εκείνο το μονοκόμματο σαν μο-                      στηρίου, το σχεδιαστήριο δουλεύει

               νοκοντυλιά κορμί με κεφάλι, χέρια,                    κι εμείς γεμίσαμε πριονάκια, κό-
               πόδια, πότε με πισωβελονιά, πότε                      φτες, τροχούς, μπογιές, ο παππούς

               με τρύπωμα, για να φτουράει η                         Τζεπέτο σμιλεύει τα ξύλα και τους

               δουλειά. Σαν εξωγήινα πλασματά-                       δίνει μορφή, ύστερα περνούν στα
               κια έμοιαζαν ραμμένα από ένα ξέ-                      χέρια μου, βάφονται, ζωγραφίζο-

               θωρο κιτρινωπό κομμάτι ύφασμα,                        νται, έπιπλα γεμίζουν τα σπίτια.
               μάλλον περίσσεμα από τις μαξιλά-                      Εκείνo το τραγουδάκι που φιγού-

               ρες της κ. Μαριγώς και γεμισμένα                      ρες ζώων σκαρφάλωναν πάνω
               με βαμβάκι. Ναι, μα όταν τα έντυνα                    στο  εκκρεμές  ρολόι-έπιπλο,  ενώ

               με πλισέ ή σουρωτές φούστες, με                       οι δείκτες του μετρούσαν τις ώρες,

               πουκαμίσες μονοκόμματες, έραβα                        ώσπου το ισοπέδωσε ο ελέφα-
               μαλλιά, κεντούσα στόμα, μύτη, μά-                     ντας, ακόμη αντηχεί στ’ αυτιά μου:
   83   84   85   86   87   88   89   90   91   92   93