Page 78 - mag_94
P. 78
μΙκΡεΣ ΙΣΤοΡΙεΣ
το θαύμα
των Χριστουγέννων…
κι εμείς φωτάκια για το σπίτι. μου. Μέσα μου βαθειά κι αγνά, πίστευα
– Του χρόνου, μου είχε απαντήσει. πως εκείνη τη μέρα γίνονταν θαύμα-
τα. Κι ακόμα πίστευα πως λέγοντας σε
Δεν ήμασταν πλούσιοι. Στη γειτονιά όλους τα κάλαντα, χωρίς να ξεχωρίζω
μας, όλα σχεδόν τα σπίτια ήταν χαμηλά. πλούσια και φτωχά σπίτια, γνωστά και
Ελάχιστα ήταν εκείνα, που είχαν επι- άγνωστα, έδινα σε όλους αγάπη, και το
πλέον όροφο. Κι εμείς -τα παιδιά- ζη- θαύμα θα ερχόταν να με βρει.
λεύαμε τα μπαλκόνια τους. Ο κόσμος
θα είναι πολύ διαφορετικός από ψηλά, Θυμάμαι, πως ξεκινήσαμε για τα κάλα-
λέγαμε... ντα πολύ νωρίς. Χτύπαγα ρυθμικά το
τρίγωνο με τα παγωμένα μου χέρια και
Κι όλος ο θαυμασμός και η απορία με- τραγουδούσα όσο πιο μελωδικά μπο-
γάλωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα, που
σ’ ένα τέτοιο μπαλκόνι κρέμασαν ένα ρούσα. Πήγαμε στη θειά μου, στους
χρυσό αστέρι! γείτονες και στα πιο γνωστά σπίτια. Πή-
γαμε και στη διπλανή γειτονιά.
Όπως κάθε χρόνο, ετοιμαζόμασταν για
78 τα κάλαντα. Χωριζόμασταν σε ομά- Μαζέψαμε γλυκά και έναν καλό μπου-
δες. Ο καθένας μας προσπαθούσε να ναμά που τον μοιράσαμε δίκαια μεταξύ
'ναι στην ομάδα, που είχε τύμπανο μας.
και πολλά τρίγωνα. Ήμασταν σίγου- Γυρίζοντας, πέρασα κάτω από το σπίτι
ροι, πως έτσι τα κάλαντα ακούγονταν με το αστέρι. Εκεί δεν είχαμε τολμήσει
πιο ωραία και επομένως το κέρασμα να πάμε. Κάτι μ’ έσπρωξε και άρχισα
θα 'ταν καλύτερο. Στη μάνα μου δεν να ανεβαίνω τη σκάλα. Πριν πολυσκε-
άρεσαν αυτές οι ετοιμασίες. φτώ τι έκανα, χτύπησα την πόρτα. Μου
– Να πας στη θειά σου και στους γείτο- άνοιξαν και πάγωσα. Μια άγνωστη κυ-
νες, που ξέρουμε, έλεγε. Να μη χτυπάς ρία... Ήθελα να το βάλω στα πόδια, να
άγνωστες πόρτες. εξαφανιστώ, αλλά το μεγάλο χριστου-
γεννιάτικο δέντρο, που έβλεπα πιο
– Γιατί, ρωτούσα; Αφού πρέπει να λέμε μέσα, με τα πανέμορφα φωτάκια, με
τα κάλαντα σε όλους τους ανθρώπους. καθήλωσε.
Και το εννοούσα. Αυτά μας έλεγαν στο
σχολείο, αυτά άκουγα και στο σπίτι. Στεκόμουν ακίνητος.
Ήταν η μέρα που γεννήθηκε ο Χρι- – Δεν θα μου πεις τα κάλαντα είπε η
στούλης, αυτός που έλεγε να αγαπάμε άγνωστη κυρία; χαμογελώντας.
όλους τους ανθρώπους. Ντράπηκα. Άρχισα να τραγουδάω, με
Με μπέρδευαν οι οδηγίες των γονιών τα μάτια καρφωμένα στο δέντρο.