Page 77 - mag_94
P. 77

της Δήμητρας Ξενάκη











                                Χαμένος διαβάτης, με σπασμένη πυξίδα,

                          αναζητώ μιαν αληθινή γιορτή που δεν έρχεται.


                   Δε μου φτάνουνε, τα γιορτινά δέντρα, ούτε τα κορίτσια

                          με το λαστιχάκι στα μαλλιά, ούτε οι γιρλάντες,

                                που έβαλαν οι διακοσμητές στις βιτρίνες.


                        - Πεθύμησα ένα λόγο, αληθινό, χωρίς στολίδια...

                          - Πεθύμησα να δω παιδιά, να  γελάνε δυνατά.

                                         να τραγουδάνε τα κάλαντα...


                    Θέλω να ξαναβρώ τα φωτάκια που ζεσταίνουν ψυχές.

                                 λαχταράω ένα θαύμα. Όπως τοτε…




               …Ήταν  μια  Χριστουγεννιάτικη                         Πίσω  φαίνονται  τα  κλαδιά  από  ένα                      77

               γιορτή, ένα αντάμωμα συγγενών και                     αδύναμο δεντράκι με λιγοστά στολίδια.

               γειτόνων  στο μικρό μας σπίτι. Μαζί με                Βλέπω  πόσο  μικρό  ήταν.  Το  αγοράκι
               εκείνη την ευτυχισμένη παιδική ανά-                   της  φωτογραφίας,  το έβλεπε,  μεγάλο

               μνηση, έχω και μια φωτογραφία, από                    και πανέμορφο. Το σπίτι, μοσχομύριζε
               εκείνη τη μέρα. Δείχνει πρόσωπα, που                  απ’ τα γλυκά της μάνας. Πάνω στη σερ-

               τα θυμάμαι σοβαρά κι αυστηρά. Όμως                    βάντα είχε βάλει τις ευχετήριες κάρτες
               στη φωτογραφία όλοι χαμογελάνε. Το                    από τα αδέλφια της που ταξίδευαν. Φο-

               θαύμα των Χριστουγέννων ή μια επί-                    ρούσε τα καλά της. Η αγκαλιά της ήταν
               πλαστη χαρά φορεμένη όπως όριζε                       καταφύγιο αγάπης.

               το πνεύμα των ημερών; Για το μόνο                     Όμως, εκείνη τη χρονιά, εγώ είχα βα-

               που είμαι σίγουρος είναι, πως η χαρά                  θειά μέσα μου ένα παράπονο. Στο δέ-
               του μικρού στα γόνατα της μάνας είναι                 ντρο του σχολείου είχαν βάλει φωτά-

               αληθινή. Εκείνο το πιτσιρίκι με τα μάτια              κια. Τα κοίταζα και ονειρευόμουν. Ήταν
               που λάμπουν, ήμουν κάποτε εγώ. Ψά-                    πολλά και πολύχρωμα. Αναβόσβηναν!

               χνω αυτή τη χαρά που κάνει τα μάτια                   Με πήγαιναν όπου ήθελα. Σε χιονισμέ-
               φωτεινά... γιατί -όσο κι αν παγώνει τα                να δάση και σε ένα αναμμένα τζάκια

               βλέμματα ο χρόνος στο χαρτί- το βλέμ-                 με πολλά δώρα τριγύρω. Το φως τους

               μα  ενός  παιδιού,  που ζει  ένα  θαύμα,              ζωντάνευε  τα  παιδικά  μου όνειρα.
               παραμένει αληθινό.                                    Είχα ζητήσει από τη μάνα, να πάρουμε
   72   73   74   75   76   77   78   79   80   81   82