Page 59 - mag_92
P. 59
της Χριστίνας Πομόνη
έπειτα έρχονται τα ξενύχτια και τα κλάματα και τα
γδαρσίματα μέσα σου και έξω σου και οι τοίχοι που
στενεύουν και το ταβάνι που σε πλακώνει και ανοί-
γεις το παράθυρο να πάρεις ανάσες κι όμως κι εκεί
υπάρχει τοίχος και κοπανιέσαι πάνω σε ντουβάρια
και ξεσκίζεις τις σάρκες σου για να πονέσεις τόσο που
να μη νιώθεις και να μη σκέφτεσαι πια, ελπίζεις πως
το να νεκρώσεις μέσα σου θα σε κάνει πιο δυνατό, κα-
νείς δεν μπορεί να πάρει τον πόνο και την θλίψη και
το παράπονο που γιγαντώνεται μπροστά σου σα θεριό 59
έτοιμο να σε κατασπαράξει.
Κι έπειτα παίρνεις τη γνωστή σου θέση, εκεί, στο δι-
άδρομο.
Τη θέση που πάντα σιχαινόσουν, αυτή που σε φέρνει
αντιμέτωπο με την αλήθεια.
Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και όσα φοβάμαι,
στέκονται απέναντί μου, το βλέμμα γερασμένο και
δυο χέρια που κρέμονται στο πλάι σαν δάκρυα που
κυλούν στο πάτωμα, χάρτινος, άυλος, και μόνος.
Πώς στην ευχή έφτασα εδώ;