Page 91 - mag_83
P. 91
της Ρούλας Μονογυιού
Είμαι πάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου και κοιτάζω την πόλη που χά-
νεται και μαζί χάνονται όλα μου τα προβλήματα. Φτάνω στο λιμάνι του νη-
σιού μου και χάνομαι στα ασβεστωμένα δρομάκια της χώρας. Προσπαθώ
να πάρω λόγια από το δυνατό άνεμο που φυσά. Θέλω να μάθω τι λέει
τόσα χρόνια με τις καλαμιές... γύρω μου γεράνια φυτεμένα σε χρωματι-
στούς τενεκέδες στολίζουν ασβεστωμένες σκάλες! Να... το κλειδί με περι-
μένει πίσω από τη γλάστρα με τον βασιλικό στο τρίτο σκαλάκι. Παλιότερα
δεν χρειαζόταν κλειδί... η πόρτα ήταν ξεμαντάλωτη. Αλλάζω και φεύγω
γρήγορα... καίνε τα πόδια μου στην καυτή την άμμο τρέχοντας να δροσι-
στώ στην αστραφτερή πρασινογάλανη θάλασσα. Κι εκεί που κολυμπού-
σα πολύ βαθειά αντάμωσα την γοργόνα χαμογέλασε και μου 'δωσε έναν
αστερία!... Βλέπω σαύρες να λιάζονται πάνω σε ξερολιθιές και χάνονται
με γρήγορες και σαγηνευτικές κινήσεις μόλις με αντίκρισαν. Έβγαλα κα-
θαρό και κρυστάλλινο νερό μέσα από το πηγάδι. Ήπια και ξεπλύθηκα... 91
Μια πιτσιρίκα ξυπόλυτη κι αμέριμνη με ένα τεράστιο χαμόγελο κρατά
σφιχτά εκείνος ο ασπρομάλλης παππούς με το μεγάλο μουστάκι και την
γκρίζα τραγιάσκα πάνω στον υπομονετικό γαϊδαράκο του. Μέρες τώρα
φρόντιζε να είναι βολικό και άνετο το σαμάρι, για να την πάρει από το
καράβι και να την περάσει μέσα από την χώρα καμαρώνοντας για την
εγγόνα του, που ήρθε από την πρωτεύουσα για λίγες μέρες να τον δει.
Δεν την χορταίνει... πόσο γρήγορα περνά ο καιρός... Δακρύζει... κάποιο
σκουπιδάκι μπήκε στο μάτι του... Πόσο γρήγορα περνά η χαρά... Σε λίγες
μέρες θα φύγει πάλι και θα περιμένει το επόμενο καλοκαίρι για να την
ξαναδεί... Τους ακολουθώ μέχρι που χάνονται σαν τον καπνό που σμίγει
με τα σύννεφα. Όμορφες μέρες καλοκαιρινές, ξένοιαστες, γεμάτες αγκα-
λιές και φιλιά δε σε κυνηγά κανένας φόβος και κανένας χρόνος... μετά
όνειρο ήταν!
ξύπνησα και είδα πως...