Page 73 - mag_83
P. 73

της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου











               Την έλεγαν Μισιρλού κι έζησε πριν από                 νε το παράπονο και τα μάτια της γέμιζαν
               πολλά χρόνια. Ποτέ της δεν ήταν ελεύ-                 δάκρυα. Ο γιός του αφεντικού δεν την

               θερη, είχε πάντα αφεντικό. Δούλευε                    χώνευε ούτε την ήθελε δίπλα στον πα-
               σκληρά για χάρη του, αν μέτραγε το                    τέρα του· τον κούραζε, φώναζε, κι ούτε

               πόσο θα πέρναγε τις δυο ζωές και πα-                  νοιαζότανε αν θα τον άκουγε η Μισιρ-

               ραπάνω.                                               λού.

               Το αφεντικό της ήτανε καλό, εκτιμούσε                 Ο γέρος ανένδοτος, όσο περνούσαν τα
               την αφοσίωσή της και της έδινε κουρά-                 χρόνια τόσο δενόταν μαζί της. Τη φώ-

               γιο  κτυπώντας την απαλά  στην  πλάτη.                ναζε «Συντροφιά μου» και ήταν, μέχρι
               Αυτό και μόνο της έφτανε. Τίποτα δεν                  την τελευταία του στιγμή. Στον στάβλο

               κράταγε για τον εαυτό της η Μισιρλού,                 τον βρήκε· γέμιζε το παχνί με σανό όταν

               όλα τα μοιραζότανε μαζί του. Οι ανάγκες               έγειρε. Η Μισιρλού έτρεξε έξω σκού-
               της ήταν δραματικά περιορισμένες. Ου-                 ζοντας για να ειδοποιήσει αλλά δεν

               σιαστικά, δεν χρειαζόταν κάτι παραπά-                 πρόλαβαν να τον σώσουν. Εκείνη δεν
               νω από το καθημερινό της φαγητό. Της                                                                             73

               αρκούσε να βρίσκεται και να δουλεύει                  την άφησαν να τον πλησιάσει. Την κα-
               κοντά του. Χειμώνα καλοκαίρι στα χω-                  τηγόρησαν ότι έφταιγε. Στην αγρύπνια

               ράφια. Στον ήλιο ή στη βροχή δεν είχαν                του σύρθηκε έξω απ’ το παραθύρι της
               ιδιαίτερη προστασία. Το χαλάζι έγδερνε                σάλας  και  γονατιστή  ανέπνεε  τις  ανά-

               τις σάρκες τους και ο καυτός αέρας τις                σες των κεριών και των τεθλιμμένων.
               ξέραινε και τις χάραζε σε κομμάτια. Κι                Έκλαψε πολύ εκείνο το βράδυ. Τα ανα-

               όταν  ερχόταν ο  χειμώνας  και  πάγωνε                φιλητά της, έφταναν μέχρι το δωμάτιο

               τον τόπο με τα χιόνια του, η Μισιρλού                 και ράγιζαν τις καρδιές όσων τον ξε-
               χνώτιζε το κορμί της με την ανάσα της                 νυχτούσαν. Μα πιο πολύ τους τάραξε η

               για να ζεσταθεί.                                      στριγκλιά που έβγαλε την ώρα της τα-
                                                                     φής του.
               Στα πολλά κρύα το αφεντικό κατέβαινε
               στο κατώι και τις έριχνε καμιά κουβέρτα               Το αφεντικό το θάψανε με τιμές οικογε-

               παραπάνω μπας πάψει να τρέμει. Αυτή                   νειάρχη. Τη Μισιρλού την πυροβόλησαν

               εκεί, πιστή συντρόφισσα, δεν έκανε πα-                στο κεφάλι και την πέταξαν στο ρέμα. Ο
               ράπονα μην τυχόν και τον δυσαρεστή-                   γιος του αφεντικού της είχε τρακτέρ και

               σει. Δεν είχε απαιτήσεις, ήταν ευχαρι-                δεν χρειαζόταν ένα γέρικο άλογο, είπε.
               στημένη που ζούσε και γέρναγε δίπλα

               του. Μαζί γερνούσανε δηλαδή. Μόνο,
               που και που τώρα τελευταία, την έπια-
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78