Page 54 - mag_83
P. 54
εΝΑς μπΑμπής
Tο καλαμπόκι
Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Όσο μεγαλώ- «Μόνη σου είσαι εδώ;» ρώτησε το κο-
νω, τόσο λιγότερο καταλαβαίνω. Δεν κα- ριτσάκι, που, αφού είδε πως της έπιασε
ταλαβαίνω πως γίνεται κάποιοι να τρώ- κουβέντα, νόμισε πως όλο και πλησίαζε
νε με χρυσά κουτάλια και κάποιοι άλλοι στην απόκτηση του αντικειμένου του πό-
να λιγουρεύονται ένα κομμάτι ψωμί. Δεν θου της.
καταλαβαίνω γιατί να θέλουμε να βρω- «Ναι, ναι, μόνη, δώσε ένα ευρώ καλέ
μίσουμε το σπίτι που μένουμε, όταν οι κύριε, ένα καλαμπόκι να πάρω» συνέ-
περισσότεροι δεν έχουμε πού αλλού να χισε το επίμονο αίτημά της, ανύποπτη για
πάμε. Δεν καταλαβαίνω γιατί χωρίζουμε τον κίνδυνο που παραμόνευε.
τους ανθρώπους σε χρώματα, ράτσες Ο κύριος ανασηκώθηκε λίγο, κοίταξε
και φυλές, ενώ τα ζώα, πιο σοφά από προς τη θάλασσα, πήρε μια έκφραση
εμάς, ούτε που μπαίνουν στον κόπο. Δεν αποδοκιμασίας.
καταλαβαίνω. «Δεν έχω χρήματα πάνω μου, όμως άμα
«Δεν καταλαβαίνω τι λες» ακούω τις θες πολύ αυτό το καλαμπόκι, να, εκεί εί-
σκέψεις μου να γίνονται μια δυνατή, ναι το σπίτι μου, έλα μέχρι εκεί και θα
οργισμένη φωνή δίπλα μου. Γυρνώ το
54 σου δώσω δύο ευρώ.»
κεφάλι. Είναι ένας κύριος, τι σημαίνει
κύριος κι αυτό δεν το καταλαβαίνω, με- Το παιδί κοντοστάθηκε. Κοίταξε μια το
σήλικας, περιποιημένος, με γυαλισμένο καλαμπόκι που χρύσιζε δίπλα στη φω-
παπούτσι, λευκό πουκάμισο και παντε- τιά, μια το δρόμο και μια τον κύριο που
λόνι με τσάκιση που έκοβε χαρτί στα της έδειχνε μια πολυκατοικία απέναντι.
δυο, άμα το πέρναγες από πάνω της. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν, αν ένιωθε την
Το κοριτσάκι, μελαχρινό και σγουρο- παγίδα ή αν είχε επισκιάσει το αρχέγονο
μάλλικο, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν εφτά χρονώ, ένστικτο του κινδύνου, η πείνα. Άλλωστε
κοιτούσε το ψημένο καλαμπόκι στο μα- δεν θα διακινδύνευα να δω τη συνέχεια.
ντέμι του μικροπωλητή, με ματάκια ολο- Αποφασιστικά βάδισα προς το παιδί.
στρόγγυλα. «Πάρε παιδί μου τα δύο ευρώ και τρέχα
«Δώσε ένα ευρώ κύριε, ένα, πενήντα να πάρεις το καλαμπόκι.»
λεπτά έστω» ξαναείπε ικετευτικά στον Και συμπλήρωσα δυνατά και καθαρά
κύριο. κοιτώντας τον καθωσπρέπει κύριο στα
Αυτός έσκυψε πάνω απ’ το παιδί, τάχα μάτια.
μου για ν’ ακούσει καλύτερα και έπια- «Θα μείνω μαζί σου εδώ, μέχρι να έρ-
σα το βλέμμα του να τρέχει αδιάντροπα θουν να σε πάρουν οι γονείς σου, πήγαι-
πάνω στα ανύπαρκτα στηθάκια του παι- νε.»
διού. Ύστερα κοίταξε με προσοχή γύρω Το παιδί άρπαξε το δίευρο κι έτρεξε να
του να δει αν τον παρακολουθεί κανείς. αγοράσει το καλαμπόκι. Ο κύριος κάτι