Page 65 - mag_89
P. 65

του Κωστή A. Μακρή











               Πόσο να ήμουνα; Εφτά, οχτώ χρόνων;                   ρα πώς τα λένε όπως ούτε και εκείνα με

               Όχι πιο μεγάλος γιατί μετά τα οχτώ έκα-              ξέρανε αλλά ήταν κάτι σαν φιλία που με
               να μόνος μου μπάνιο.                                 έδενε μαζί τους αλλά όχι τόσο μαζί τους,

               Και πιο πριν αλλά μου άρεσε να με                    περισσότερο τα αγαπούσα επειδή μου

               πλένει η μαμά.                                       θύμιζαν πόσο αγαπάω το σώμα μου και

               Είχα βγει από το μπάνιο, με είχε σκου-               μου άρεσε και να χαϊδεύομαι αλλά και
               πίσει η μαμά και στεκόμουν μπροστά                   άλλα πράγματα να με χαϊδεύουν, πράγ-

               στον καθρέφτη της ντουλάπας του δω-                  ματα περισσότερο, όχι άνθρωποι. Πολ-
               ματίου μου τυλιγμένος με την αφρά-                   λές  φορές,  όταν  είχαμε  καλεσμένους,

               τη πετσέτα που μου άρεσε να νιώθω                    περνούσα από την κρεμάστρα απλώνο-
               την απαλότητά της να αγγίζει το γυμνό                ντας το χέρι για να μου το χαϊδέψει ένα

               βρεγμένο σώμα μου σαν ένα επίπεδο                    κρεμασμένο παλτό ή μια εσάρπα. Αν
               αλλά εύπλαστο χαδιάρικο αρνί με πα-                  ήταν άνθρωποι θα προτιμούσα εγώ να

               ράξενο χρώμα, ένα παράξενο χορταδε-                  με χαϊδεύω γιατί ήμουνα ο μόνος που
               ρό πράσινο, κάτι μεταξύ αχνοπράσινου                 ήξερα ποιο χάδι μ’ αρέσει περισσότερο                       65

               κινέζικου σελαντόν και ξεπλυμένου                    και πού.
               τυρκουάζ. Λες και έχουν σημασία τα                   Αλλά είχα ξεκινήσει να μιλάω για τον

               χρώματα στην αφή αλλά, κι όμως, ένα                  καθρέφτη.
               αίσθημα πρασινωπού χαϊδέματος σαν                    Ήταν μάλλον η πρώτη φορά, ναι, τότε.

               από γλώσσες χορταριών στις πατού-                    Εφτά, οχτώ; Τόσο περίπου θα ήμουνα.
               σες, φιλήματα μικρών βλαστών πίσω                    Με είχε αφήσει η μαμά με την πετσέτα.

               από το γόνατο, τις φορές που ξάπλω-                  «Ντύσου… Σε λίγο τρώμε» μου είχε πει,
               να καλοκαίρια με γυμνά τα πόδια στο                  απόγευμα αργά ήταν, νύχτωνε έξω, και

               χορτάρι ή στο κοντινό μικρό δάσος και                μου είχε τρίψει με το χέρι της τα μαλλιά,
               μου άρεσε η αίσθηση της επαφής με                    βρεγμένα ήταν και το χέρι της είχε ακόμα

               την φύση, μου άρεσε να επιβεβαιώνω                   το άρωμα από το αφρόλουτρο και τα νύ-
               την ζωντάνια μου, όχι την ενεργητι-                  χια της ήταν περιποιημένα. Αν δεν ήταν

               κότητά μου αλλά την ιδιότητά μου ως                  περιποιημένα θα το θυμόμουνα. Πάντα
               ζωντανού, αγγίζοντας ό,τι μπορούσα                   τα πρόσεχα και τα προσέχω τα χέρια

               να αγγίξω και ό,τι μπορούσε να με αγ-                των άλλων. Σχεδόν όσο και τα δικά μου.
               γίξει που να μην είναι σιχαμερό, γλι-                Ένα κακοκομμένο νύχι ήταν μεγαλύτε-

               τσιασμένο, βλέννες γυμνοσαλιάγκων,                   ρη αμαρτία από το να σκαλίζεις τη μύτη
               πευκόκαμπιες, ρετσίνια ή τέτοια, αλλά                σου και να κολλάς την μύξα στον τοίχο ή

               τρυφερά φύλλα από φυτά που δεν ήξε-                  κάτω από το θρανίο. Ακόμα και μια πα-
   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69   70