Page 26 - mag_44
P. 26
ΜΙΚΡΕσ ΙστΟΡΙΕσ
γες είχε ξεβράσει πάλι η Αναστάσης το δώρο του ήταν κάμποσα νούμερα με-
θάλασσα στα βράχια αρι- σαν ήρθε η ώρα και έμει- γαλύτερα από τα πόδια μου
στερά από το μόλο. Ο πα- νε να κοιτάει αποσβολω- και βρεγμένα.
πά-Λάμπρος, ο Στάθης, η μένος μια το περιεχόμενο Να σκεφτείς πως ήμουν
Ουρανία και όλοι σχεδόν του κουτιού και μια τον πα- από τους τυχερούς που τα
οι νησιώτες έτρεχαν πέρα τέρα του. είχα στα πόδια μου, υπήρ-
–δώθε όπως κάθε νύχτα, Ο πατέρας τον πήρε αγκα- χαν άλλοι που δεν είχαν
κάθε ξημέρωμα, κάθε λιά μαζί με το δώρο και κά- παρά γυμνά πόδια. Αν δεν
μέρα, καιρό τώρα, να βο- θισαν στην πολυθρόνα. βρίσκονταν εκείνο το ξη-
ηθήσουν. Τεντώνοντας, «Γιε μου όσο και αν σου μέρωμα δυο χέρια να μου
το πιασμένο από τον ύπνο φαίνεται παράξενο το βγάλουν τα παπούτσια να
στη πολυθρόνα, σώμα του δώρο αυτό, να μην ξεχά- τα στραγγίξουν και να τα
ο Αναστάσης, έκανε να σεις ποτέ πως αυτό το πα- στεγνώσουν, να στεγνώ-
απομακρυνθεί από το πα- λιομοδίτικο σκεβρωμένο σουν και να ζεστάνουν τα
ράθυρο, να πάει να συνε- ζευγάρι παπούτσια, είναι αδύναμα πόδια μου ίσως
χίσει τον ύπνο του σαν άν- η πραγματική κληρονομιά και να είχα πεθάνει. Τα
θρωπος στο κρεβάτι του. που θα σου αφήσω. Είναι κράτησα τούτα τα παπού-
Ένα αγροτικό αυτοκίνητο, τα παπούτσια που θα σε βο- τσια για να μου θυμίζουν
φορτωμένο με κουβέρτες ηθήσουν να περπατήσεις τα από πού έρχομαι και να
26 και στεγνά ρούχα, έφτασε, μονοπάτια που θα σε οδη- μου δείχνουν που οφείλω
έριξε τα φώτα του και διά- γήσουν στη ψύχα της ψυχής
λυσε το μισοσκόταδο. σου, εκεί που θα συναντη-
Η ματιά του Αναστάση θείς με τον εντός σου Άν-
σκάλωσε σε κάτι ξερόκλα- θρωπο, θα συναντήσεις το
δα. Πίσω από τα ξερόκλα- σκοπό της ύπαρξης σου και
δα μια γυναίκα κρατούσε την πεμπτουσία της Ζωής.
ένα ζευγάρι βρεγμένα πα- Εκείνη τη νύχτα της κατα-
πούτσια και τα στράγγιζε στροφής, μια μπουκιά παιδί
από το νερό. και εγώ, έχοντας χάσει βί-
Παραμονές Χριστουγέν- αια και ακατανόητα ότι είχα
νων ήταν, γύρω στα έξι σαν ζωή, ότι αγαπούσα και
ο Αναστάσης και περίμε- ότι μου έδινε ασφάλεια,
νε ανυπόμονα να έρθει ο έφτασα εδώ βρεγμένος ως
πατέρας από τον Πειραιά, το κόκαλο και φοβισμένος
να στολίσουν όλοι μαζί το ως τα βάθη της ψυχής μου.
σπίτι και να του κρεμάσει Εκτός από τον πόνο της ψυ-
στο τζάκι τα δώρα του. Πη- χής και τα γιατί που με έπνι-
γαινοερχόταν ο πατέρας γαν μαζί με τα κύματα, αυτό
μιας και το γραφείο του το που δεν αντεχόταν εκείνες
αρχιτεκτονικό το είχε στον τις στιγμές ήταν τα μου-
Πειραιά και το σπιτικό και διασμένα μουλιασμένα και
την οικογένεια του στο παγωμένα πόδια μου μέσα
νησί. Άνοιξε ανυπόμονα ο σε τούτα τα παπούτσια που