Page 25 - mag_44
P. 25

αγκώνα του κίνησε για τον           «Τέτοιο σπίτι και να μην το        «Πέταξε τα!» είπε στην
               Πειραιά, να βρει μεροκά-            ζωντανεύουν οι φωνές,              Ουρανία δείχνοντας με
               ματο και να γραφτεί στο             τα γέλια, τα ποδοβολητά η          το βλέμμα το σωρό με τα
               γυμνάσιο.                           τα κλάματα και οι γκρίνιες         άχρηστα που είχε μαζέψει
               Τα χρόνια πέρασαν και το            παιδιών…. τι κρίμα! Δεν            η γυναίκα.
               ορφανό προσφυγόπουλο                τα κάνεις και πολύ σοφά            Η Ουρανία ανασήκωσε τα
               ξεχάστηκε ως τη μέρα που            τα κουμάντα σου στη γη             φρύδια.
               άντρας πια, ονομαστός και           Θεέ μου και σχώρα με δη-           «Τόσα και τόσα θα πετά-
               πετυχημένος       αρχιτέκτο-        λαδή!» σκέφτηκε η Ουρα-            ξω, τα αρχαία, σκεβρω-
               νας, επέστρεψε στο νησί,            νία που μεγάλωνε σε ένα            μένα, παπούτσια τι θέλει
               στη  γη  που  τον  δέχτηκε          μικρό αγροτόσπιτο τρία             και τα φυλάει ο Χριστια-
               τότε, και στους ανθρώ-              κουτσούβελα που έκαναν             νός; Κάποια παγωμένα
               πους που τον αγκάλιασαν             γήπεδο τον καφενέ του              και μουλιασμένα στο θα-
               και τους χρωστούσε τη               παππού τους του Στάθη              λασσόνερο ποδαράκια θα
               ζωή του, για να χτίσει το           που τάχα αγρίευε μα γέ-            προστάτευαν τούτους τους
               σπιτικό του, να μεγαλώσει           λαγε κάτω από τα μουστά-           καιρούς, έστω και αρχαία,
               εκεί τον μονάκριβο γιό του          κια του γεμάτος γλύκα στη          έστω και σκεβρωμένα.»
               στον οποίο έδωσε το όνο-            ψυχή του.                          «Στο τραπέζι της κουζίνας
               μα του παππού που χάθηκε            «Όλα εν τάξει και πάστρα           έχω αφήσει τα μεροκάμα-
               εκείνη  τη  νύχτα  της  κατα-       Ουρανία;» η φωνή του               τα σου .Φεύγοντας κλείσε                  25
               στροφής και να προσφέρει            Αναστάση την έβγαλε από            καλά και την πόρτα του κή-
               και εκείνος με τη σειρά του         τις σκέψεις της και την            που και… σε ευχαριστώ.»
               στον τόπο που τον αγκά-             έκανε να αναπηδήσει επί            Κάθισε στην πολυθρόνα
               λιασε μια στάλα παιδί ορ-           τόπου.                             του κοντά στο πιάνο στο
               φανό.                               «Όλα      κυρ    Αναστάση,         μισοσκόταδο.
               Σαν πριγκιπόπουλο μεγά-             καθάρισα και τη σοφί-              «Που το ξέθαψε η ευλογη-
               λωσε ο Αναστάσης, χω-               τα όπως μου είπατε, έχω            μένη αυτό το κουτί.» σκέ-
               ρίς να τον αγγίξουν οι              βγάλει κάποιες παλιατζού-          φτηκε και έκλεισε τα μάτια.
               δυσκολίες  που  έφερναν             ρες στην άκρη, να κάνε-            Το  μυαλό  του  άρχισε  να
               οι καιροί. και ακολούθησε           τε έναν έλεγχο και να τα           ξετυλίγει αργά το κουβάρι
               επαγγελματικά  τα  χνάρια           πετάξω πριν περάσει το             των αναμνήσεων ώσπου
               του πατέρα του με επιτυχία          απορριμματοφόρο            και     αποκοιμήθηκε στη πολυ-
               εξασφαλίζοντας έτσι μια             μείνουν να καμαρώνουν              θρόνα με τη φωνή και τα
               ακόμα πιο άνετη και τρυ-            στο πεζοδρόμιο μέρες που           λόγια του πατέρα του στα
               φηλή ζωή από κείνη που              έρχονται.»                         αυτιά του.
               του έδιναν οι γονείς του.           Ο Αναστάσης κοίταξε τις            Κόντευε να ξημερώσει
               Η Ουρανία στάθηκε με                παλιατζούρες, το μάτι του          όταν τον ξύπνησαν φωνές
               τα χέρια στη κουρασμέ-              στάθηκε  σε  ένα  χάρτι-           και φώτα.
               νη μέση της και με το μάτι          νο  κουτί  σκονισμένο  και         Πλησίασε  στο  παράθυρο
               έλεγξε αν όλα ήταν κα-              ταλαιπωρημένο από το               και κοίταξε έξω.
               θαρά και τακτοποιημένα,             χρόνο. Το πήρε στα χέ-             Το ίδιο σκηνικό, και τούτη
               έτσι όπως τα ήθελε ο κυρ-           ρια, φύσηξε τη σκόνη και           τη νύχτα.
               Αναστάσης.                          το  κράτησε  στην αγκαλιά          Μια βάρκα με πρόσφυ-
                                                   του.
   20   21   22   23   24   25   26   27   28   29   30