Page 24 - mag_44
P. 24
ΜΙΚΡΕσ ΙστΟΡΙΕσ
«Και είναι σωστά και του βαλάς μια πέτρα;» έλεγε ο στην Ουρανία τη κόρη σου
θεού παπά μου αυτά που Στάθης και έτριβε ξανά και πως θα την χρειαστώ από
κάνει η καλύτερα αυτά που ξανά με μια άσπρη βαμ- αύριο η το αργότερο με-
δεν κάνει ο Αναστάσης; βακερή πετσέτα τα φτηνά θαύριο, να μου συμμαζέ-
Εδώ ο κόσμος χάνεται και γυάλινα ποτήρια που ήταν ψει το σπίτι, έρχονται Χρι-
κοίτα τον! Μπαίνει- βγαί- παραταγμένα πάνω στο στούγεννα…»
νει, πάει-έρχεται σαν να πάγκο του. «…καλά…!» πέταξε ο Στά-
μην συμβαίνει τίποτα. Αμ «Θα μου πεις δεν είναι δα θης και συνέχισε να γυα-
το άλλο; Που το πας το και ο μοναδικός, είναι και λίζει τα ποτήρια του. Ένα
άλλο; Εμείς, ολόκληρο άλλοι αδιάφοροι και το «καλά» που ακούστηκε σαν
νησί σχεδόν πια, τρέχουμε χειρότερο είναι και κά- βρισιά… σαν «αεί στο διά-
σαν τους μουρλούς πέρα- ποιοι που κοιτάνε πώς να ολο σκατόψυχε!»
δώθε μέσα στη νύχτα να βγάλουν φράγκα από τού- Ο παπά-Λάμπρος τον κοί-
σώσουμε ότι σώζεται, να τη την ιστορία, αλλά να ταξε αυστηρά διαβάζοντας
αγκαλιάσουμε, να ζεστά- παπά –Λάμπρο, θες γιατί τη σκέψη του.
νουμε, να παρηγορήσου- είναι διαβασμένος, θες «… όχι τίποτα άλλο θα τρί-
με, να γιατροπορέψουμε, γιατί είναι κοσμογυρισμέ- ζουν τα κόκαλα του πατέρα
να χορτάσουμε τόσους νος, θες γιατί είναι ο γιος του!» μουρμούρισε ο Στά-
ανθρώπους και αυτός… εκείνου του άγιου ανθρώ- θης με σκυμμένο το κεφά-
24 αυτός το μόνο που κάνει που, θεός να αναπαύει τη λι.
είναι κείνες τις στιγμές να ψυχούλα του, άλλα περίμε- Απόγονος οικογένειας Ελ-
κάθεται στο πιάνο και να να από τον Αναστάση.» λήνων της Σμύρνης ο Ανα-
παίζει μουσική.» Δεν πέρασε πολλή ώρα και στάσης. Μόνο ο πατέρας
Ο παπά-Λάμπρος ανακά- ο Αναστάσης φάνηκε πάλι του κατάφερε να επιζήσει
τωνε σκεφτικός τα γένια στην πόρτα του σπιτιού εκείνη τη νύχτα της κατα-
του. Δίκιο είχε ο Στάθης του. Ένα δίπατο πέτρινο στροφής και να περάσει
,αλλά ποιοι ήταν αυτοί που σπίτι περιτριγυρισμένο με απέναντι στη μάνα πατρί-
θα κρίνουν τους άλλους; ένα θαλερό κήπο. Κόσμη- δα. Πέντε χρονών ήταν δεν
Ποιος ξέρει για ποιο λόγο μα για το νησί. Βγήκε στο ήταν ο πατέρας του όταν
ήταν έτσι αδιάφορος και δρόμο, τίναξε ένα χνούδι, το νησί άνοιξε την αγκαλιά
σκληρός ο Αναστάσης, που ο αέρας το στροβίλισε του και τον δέχτηκε. Από
ποιο ξέρει πόσα βάτα και και εκείνο ζαλισμένο πήγε αγκαλιά σε αγκαλιά, από
αγκάθια του έκλειναν το και κάθισε στο πέτο του σπίτι σε σπίτι μεγάλωνε
δρόμο για τη ψύχα της ψυ- ακριβού σπορ σακακιού το ορφανό, κατατρεγμέ-
χής του; του, φόρεσε το καπέλο του νο, προσφυγόπουλο. Τί-
«Να βράσω, για να μην και κατευθύνθηκε προς το ποτα σπουδαίο, ένα πιάτο
πω τίποτα άλλο παπά μου, καφενείο του Στάθη. φαί ζεστό, και ένα κρεβάτι
είσαι και παππάς άνθρω- Στάθηκε στο κατώφλι, κάτω από κεραμίδι, το πιο
πος, να βράσω λέγω την μισάνοιξε τη πόρτα και σπουδαίο δηλαδή. Έξυπνο
ομορφιά του, τα πλούτη, κούνησε ανεπαίσθητα το παιδί, καλότροπο, πρόθυ-
τις σπουδές και τα ταλέντα κεφάλι σαν σε σιωπηλό μο και εργατικό, μόλις τε-
του! Τι να τα κάνεις όλα χαιρετισμό. λείωσε το δημοτικό με ένα
αυτά αν αντί για ψυχή κου- «Στάθη, σε παρακαλώ πες μπόγο κρεμασμένο στον