Page 44 - mag_21
P. 44
ΣΤΙΓΜΕΣ
Η Βιβή ήταν η μεγάλη διαδρομή του, στα χρόνια τα φοιτητικά. Τη εξώφυλλο που τώρα πια στερέ-
γνώρισε στο δεύτερο έτος. Ήταν ο λόγος που έφυγε από το σπίτι ωνε κάτω απ’ τη μασχάλη του.
των γονιών του για να μείνει μαζί της. Ήτανε ο λόγος που γράφτη- «Ναι, πήγα μόνη μου. Το ίδιο
κε στον Ρήγα Φεραίο, που πολιτικοποιήθηκε στα χρόνια της νιότης καλοκαίρι. Αλλά έμεινα τρία
του, κάτι που εγκατέλειψε μετά στην ενήλικη ζωή του, αλλά που συ- χρόνια. Για όλα φταίει ο Φά-
χνά το ανέφερε σε συζητήσεις κοινωνικοπολιτικές, όταν προσπα- μπιο, ένας ιταλός που γνώρισα
θούσε να πιστοποιήσει το προοδευτικό παρελθόν του. κι έμεινα μαζί του. Έτσι, έμαθα
Ζήσανε μαζί τρία χρόνια, σ‘ εκείνο το ημιυπόγειο της Μετσόβου με καλά τη γλώσσα. Έμαθα και
ένα στρώμα στο πάτωμα, ένα τραπέζι φορμάικα, δυό καρέκλες, ένα το υπαίθριο εμπόριο, θυμάσαι
μεταχειρισμένο ψυγείο, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση κι έναν τοίχο που έφτιαχνα εκείνα τα κοσμή-
που στόλιζε η αφίσα του Τσε και μια σειρά από φωτογραφίες τους. ματα με χάντρες; Ε, φτάνοντας
«Πώς…. Πώς βρέθηκες εδώ; Τι κάνεις; Είσαι καλά; Πόσα χρό- Περούτζια, αξιοποίησα την τέ-
νια…» χνη μου, πούλαγα σε πάγκο τα
«Κοντεύουν τριάντα», του απάντησε εκείνη, πάντα μ’ εκείνο το πλατύ χαϊμαλιά μου. Δεν τα πήγα κι
της γέλιο που άφηνε να φανούν τα λίγο στραβά μπροστινά δοντά- άσχημα. Εσύ;»
κια της. Τώρα πια το χέρι της ακουμπούσε στο μπράτσο του. Εκεί- Ο Γιάννης δεν μίλησε. Στα μά-
νος το κράτησε ανάμεσα στα δυο δικά του, φανερά σαστισμένος τια του ανέβηκε μια σκιά, ενώ
και συνεπαρμένος μαζί. «Δεν έχεις αλλάξει καθόλου. Αν εξαιρέσει στο στήθος του ένοιωσε ένα
βέβαια κανείς ότι σε θυμάμαι καστανή και σήμερα σε συναντώ κοκ- σφίξιμο. Πρώτη φορά την ξα-
κινομάλλα» νακοίταγε κατάματα, μετά από
44 «Οι άτιμες οι λευκές τρίχες», είπε εκείνη ξαναγελώντας πλατιά. τόσα χρόνια.
«Πέρνα από μέσα», του είπε κι εκείνος αμέσως διέσχισε το κενό και Κάνανε όνειρα. Σχεδίαζαν να
πέρασε από την πίσω πλευρά του πάγκου. φύγουν Ιταλία μαζί το καλοκαί-
«Τριάντα χρόνια ε; κι εδώ πώς….» ρι. «Θα πάρουμε μαζί μας την
«Δουλεύω εδώ», του είπε εκείνη, δείχνοντάς του την ταμπέλα που κιθάρα και θα παίζουμε στους
βρισκόταν πάνω από τον πάγκο της: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. «Για δρόμους», λέγανε και γελού-
την ακρίβεια, είμαι ο ένας εκ των δύο συνεταίρων, αυτού του μι- σαν, έχοντας μόλις κάνει έρω-
κρού εκδοτικού οίκου. Δουλεύουμε κυρίως μεταφράσεις από σύγ- τα καπνίζοντας το ίδιο τσιγά-
χρονους νέους συγγραφείς, κυρίως ιταλούς, αλλά και κάποιους ρο, καθισμένοι ακόμα γυμνοί,
έλληνες πρωτοεμφανιζόμενους. Στο βιβλιοπωλείο που διατηρούμε, πάνω στο στρώμα-κρεβάτι
δουλεύουμε και αυτά που βλέπεις, λεξικά, μεθόδους διδασκαλίας τους. Είχαν αγοράσει αυτή τη
και διάφορα άλλα «πιασάρικα». Τα φέραμε, όπως βλέπεις και στην μέθοδο εκμάθησης ιταλικών,
έκθεση. Προσπαθούμε. Δύσκολοι καιροί. Κι η λογοτεχνία δεν περ- που τώρα κρατούσε σφιχτά
νάει τα καλύτερά της»… κάτω από τη μασχάλη του, για
«Εσύ γράφεις ακόμα ποιήματα;» Ο τόνος της φωνής του είχε έναν να μάθουν τη γλώσσα. Εκείνος
ήχο σπασμένο. Εξακολουθούσε να της κρατάει το χέρι σφιχτά, ενώ πιο ανεπίδεκτος, η Βιβή «τόχε»
με τον δείκτη του, ανεπαίσθητα, χάιδευε το πάνω μέρος του καρπού με τις ξένες γλώσσες, προπο-
της, που παρά τον αρκετά παγωμένο καιρό, ήταν ζεστό σαν γούνινο ρευόταν και του έκανε χαριτω-
γάντι. μένη καζούρα γι’ αυτό…
«Μια φορά επιχείρησα μια έκδοση. Όχι αυτά που θυμάσαι… Κά- Την είχε εγκαταλείψει ξαφνικά.
ποια άλλα, που έγραψα πολύ αργότερα. Δεν τα έβγαλα στο εμπό- Είχε ξυπνήσει ένα πρωί και την
ριο. Τύπωσα ένα τιράζ διακόσια περίπου κομμάτια και τα χάρισα κοιτούσε έτσι όπως κοιμόταν
σε φίλους. Όχι, δεν έγινα ούτε ποιήτρια ούτε συγγραφέας. Αλλά στο πλάι του. Ένοιωθε άδειος
γύρω-γύρω με τα βιβλία το πάω. Το κύριο εισόδημα πάντως, έρχε- από ενθουσιασμό. Ήταν με-
ται από τις μεταφράσεις απ’ τα ιταλικά». ρικές μέρες πριν, εκείνη είχε
«Συνέχισες λοιπόν τα ιταλικά…» Ξανακοίταξε το βιβλίο με το βισινί ανέβει στο χωριό της να κάνει