Page 70 - mag_119
P. 70
micro STORIES της Mιμίκας Μαντά
Η Θάλεια
γές της. Μα η αλήθεια ήρθε σκληρή. - Ο εαυτός σου, σου λείπει.
Ήταν παντρεμένος. Ένα ακόμα ψέμα, Το φθινόπωρο, όταν οι θάλασσες
μια επανάληψη του Αντώνη με άλλο γίνονται μολυβί και το φως χάνεται
όνομα. νωρίς, φόρεσε το μπλε της φόρεμα.
Η Θάλεια γύρισε πάλι στη θάλασσα. Κατέβηκε στην ακτή.
Εκείνη δεν έλεγε ψέματα. Ο Λάμπης την περίμενε.
Αργότερα της προξένεψαν ένα - Πάρε το κοχύλι. Όταν το ακούσεις,
πλούσιο έμπορο της περιοχής. Τον θα θυμηθείς.
παντρεύτηκε χωρίς έρωτα, χωρίς
φλόγα. Ήθελε μόνο ένα παιδί. Κάτι Λίγες ημέρες αργότερα.
δικό της, που να γεμίσει το κενό. Η Θάλεια βάδισε μέσα στα αφρι-
Μα πέρασαν μήνες, χρόνια, και το σμένα νερά, αργά, ήρεμα. Όσο την
παιδί δεν ήρθε. Το σώμα της μαρά- αγκάλιαζαν, τα βλέφαρά της χαμή-
θηκε σιγά-σιγά. λωναν σαν να την νανούριζαν. Σαν
70 Τα βράδια καθόταν δίπλα στο παρά- να ξαναγύριζε στη μήτρα.
θυρο, κοιτώντας τη θάλασσα. - Ήρθα, μάνα. Είμαι σπίτι.
- Τι μου λείπει; ρωτούσε. Η θάλασσα την έκλεισε μέσα της,
Και η θάλασσα απαντούσε: γαλήνια, σιωπηλά.
Υστερόγραφο: Στο κομοδίνο, βρέθηκε το παλιό
τετράδιο της Θάλειας, δίπλα στο κοχύλι.
«Έψαχνα μια ζωή να γεμίσω το κενό.
Μα το κενό, ήμουν εγώ.
Όταν έμαθα να με αγαπώ,
η γαλήνη ήρθε χωρίς φωνές,
χωρίς υποσχέσεις.
Γυρίζω εκεί που ήμουν στην αρχή.
Η θάλασσα μέσα μου, πάντα ήξερε.
Θάλεια»