Page 69 - mag_119
P. 69

της Mιμίκας Μαντά











               Το τρένο σφύριξε ένα τελευταίο, μα-                   λουθούσαν  πάντα τον ίδιο  δρόμο
               κρόσυρτο αντίο και χάθηκε πίσω                        προς τη θάλασσα. Μόνο εκεί έβρι-

               από τις χαμηλές λοφοσειρές, αφή-                      σκε ηρεμία. Καθόταν σε έναν  βρά-
               νοντας πίσω του ένα σύννεφο κα-                       χο, τα πόδια γυμνά να αγγίζουν την

               πνού που έμοιαζε να κουβαλά τις                       άμμο, το βλέμμα στο απέραντο μπλε.

               σκέψεις όσων έμειναν πίσω.                            - Θυμάσαι; έλεγε σιγανά.
               Η  Θάλεια  στάθηκε  ακίνητη,  με  την                 - Κάποτε  ήμουν κι εγώ στην αγκαλιά

               παλιά  βαλίτσα ακουμπισμένη δίπλα                     σου. Μέσα σου δεν πονούσα. Μέσα

               της. Το κομψό της μπλε φόρεμα, τό-                    σου ήμουν ολόκληρη.
               νιζε τη λεπτή μέση. Μάτια λαμπερά,                    Και  η  θάλασσα  της  απαντούσε  με
               αλλά κουρασμένα.  Βλέμμα  βαρύ,                       ρυθμικό παφλασμό, σα να την να-

               σαν να κουβαλούσε βουνά. Στην                         νούριζε.

               επαρχία, το ήξερε, οι λεπτομέρειες
               δεν περνούσαν απαρατήρητες.                           Ο Λάμπης, ο τρελός του χωριού,  κα-

               Οι συμβουλές της μητέρας της αντη-                    θόταν συχνά κοντά της. Δεν μιλούσε                         69
                                                                     πολύ. Της χἀριζε κοχύλια.
               χούσαν σαν  αντίλαλος στο  μυαλό
               της: «Μια γυναίκα μόνη. Όλα θα τα                     - Να θυμάσαι, της έλεγε.  Η ζωή κά-

               βλέπουν, όλα θα τα κουβεντιάζουν.                     νει κύκλους. Ό,τι αφήνεις πίσω, σε
               Πρόσεχε. Κράτα τη θέση σου. Το κε-                    περιμένει μπροστά.

               φάλι χαμηλά, το στόμα κλειστό.»                       Η Θάλεια χαμογελούσε αχνά.
               Μα η Θάλεια είχε πάψει πια να                         Τις νύχτες, κλεινόταν στο μικρό της

               αντιδρά.  Είχε  αφήσει  πίσω  της  τον                δωμάτιο, ζωγράφιζε. Πάντα την ίδια

               Αντώνη, τη ζωή, τα χαστούκια, τις                     σκηνή: Μια γυναίκα που βυθιζόταν
               συγγνώμες, την απογοήτευση. Είχε                      ήρεμα κάτω απ’ το νερό. Μια επι-

               ζητήσει μόνη της αυτή τη μετάθεση,                    στροφή; Ένας τερματισμός και μια
               σ’ έναν τόπο μακρινό, άγνωστο, γυ-                    αρχή ταυτόχρον;

               μνό. Να βρει το τέλος ή την αρχή.                     Και τότε εμφανίστηκε ο Μανώλης, ο

               Η πόλη ήταν μικρή, ήσυχη, γεμάτη                      γιος της σπιτονοικοκυράς. Νεαρός,
               βλέμματα που έκοβαν σαν μαχαίρι.                      γεμάτος ζωή, με βλέμμα καθαρό. Η

               Τα πρωινά δίδασκε τα παιδιά με πά-                    Θάλεια, κουρασμένη από την ερη-
               θος, χάριζε εκεί ό,τι πιο ζωντανό είχε                μιά, ένιωσε  ξανά άνθρωπος μέσα

               μέσα της, μα όταν το σχολείο άδεια-                   από τα λόγια του.
               ζε, ο κόσμος γινόταν ξένος ξανά.                      Το στόμα του της μιλούσε για όνει-

               Τα απογεύματα τα  βήματά της, ακο-                    ρα, τα χέρια του χάιδευαν τις πλη-
   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73   74