Page 59 - mag_114
P. 59

της Mιμίκας Μαντά











               νονταν ως το βάθος του ορίζοντα.                      κύματα.

               Κάποιες σταγόνες ξέφευγαν απ' την                     Με κρύβουν από βλέμματα αδιάκριτα.
               προδιαγεγραμμένη πορεία. Έπεφταν                      Κι εγώ βυθίζομαι σ’ έναν κόσμο αλλιώ-
               πάνω στα κορμιά μας κι εμείς ανατρι-                  τικο, σε μονοπάτια υγρά που καθρεφτί-

               χιάζαμε καθώς νοιώθαμε να μας πλη-                    ζουν χιλιάδες μορφασμούς.
               σιάζει ένα μέρος του βυθού.                           Χέρια θαλασσινά με σπρώχνουν ή μ’

               Η άμμος και τα χαλίκια μπαινόβγαιναν                  αγκαλιάζουν.  Πρόσωπα που κλαίνε ή
               στα νερά κι έπειτα δε μας μιλούσαν.                   γελούν και πουλιά που φτερουγίζουν
               Μας άφηναν πίσω στη στεριά, όντα μι-                  κουβαλώντας ειδήσεις κάθε λογής.

               κρά και φοβισμένα.                                    Βλέπω τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται
               -  Όταν πετάς μια πέτρα στο νερό φτιά-                σ’ ένα τεράστιο κύμα. Κι έπειτα το κύμα

                   χνεις μια ρουφήχτρα, έλεγαν οι πα-                σπάει σε άπειρες σταγόνες.
                   λιότεροι.                                         Σε κάθε σταγόνα εγώ. Μικρή, μεγάλη,

               -  Και γύρω απ' τη ρουφήχτρα σηκώ-                    χαρούμενη, ανυπόμονη, πικραμένη,
                   νονται ψηλά τα νερά. Πολύ ψηλά,                   χρωματιστή, ασπρόμαυρη. Σε κάθε

                   ίσαμε τον ουρανό.                                 σταγόνα και μια δική μου αλήθεια, μια                      59
               -  Γιατί; Είχα ρωτήσει κάποτε.                        δική μου μυρωδιά, ένας δικός μου
               -  Για να κρύψουν όσα φαίνονται στο

                   άνοιγμα της ρουφήχτρας.                           ήχος. Τα πουλιά συνεχίζουν να πετούν
               -  Γιατί να τα κρύψουν;                               δίπλα μου. Απλώνω τα χέρια. Τα θα-

               -  Για να φανερωθούν όταν πρέπει.                     λασσινά φυτά με τυλίγουν.
                   Μόνο εκείνα ξέρουν πότε πρέπει.                   Οι καθρέφτες πολλαπλασιάζονται...

               Δεν είχα επιμείνει τότε. Είχα καταλάβει               Εύθραυστοι μα φωτεινοί.
               πως μόνο με «Πρέπει» θα μου απα-                      Ο χρόνος έχει χαθεί.

               ντούσαν.                                              Γαντζώνομαι σ’ ένα κύμα κι ανεβαίνω
               Και τώρα πιάνω τον εαυτό μου, να κοι-                 στην επιφάνεια του νερού.
               τάζει μαγεμένος, την απέραντη υγρή                    Βρίσκω τον κόσμο που με τριγύριζε

               επιφάνεια, και ν’ ακούει το κάλεσμα του               πριν την κατάδυση. Μιλάνε, γελάνε...
               βυθού .                                               -  Πως ήταν στον βυθό;

               Σηκώθηκα. Ένα βήμα προς το νερό. Κι                   -  Είναι βουβός; Ρωτάνε
               άλλο ένα, κι ακόμα ένα.                               Τους κοιτάζω προσεκτικά…
               Η θάλασσα με δέχεται, με τυλίγει.                     -  Δεν ξέρω, αποκρίνομαι.

               Της παραδίνομαι.                                      -  Ο καθένας έχει τον δικό του βυθό και
               Το σώμα μου φτιάχνει ρουφήχτρα στο                       τους δικούς του ήχους.

               νερό                                                  -  Η δική μου σιωπή ήταν πολύ ηχη-
               Γύρω σηκώνονται διάφανα, γυάλινα                         ρή...
   54   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64