Page 61 - mag_112_new
P. 61

της Mιμίκας Μαντά











               αμίλητη.                                                μου τελειώνει... Ήρθε η  φθορά...

               - Τι έχεις; ρώτησα                                    Την κοιτούσα ακίνητο.

               - Έλα μέσα να σε γιατρέψουν τα νερά.                  - Κοτσιδάκια, κοτσίδα, μαλλιά λυτά και
               Δεν απάντησε. Είδα δάκρυα να κυλούν                     τώρα κότσος. Αυτή ήταν  ή ζωή μου.

               στα μάγουλά της. Γονάτισε, έσκυψε                     Άπλωσε αργά τα χέρια της, έλυσε τε-
               πάνω μου, πήρε νερό και έπλυνε το                     λετουργικά τον κότσο κι άφησε τα μαλ-

               πρόσωπο και τα μαλλιά της. Η κοτσί-                   λιά της στο αεράκι.
               δα  είχε  γλιστρήσει  στο  πλάι.  Έσταζε              - Με σφίγγουν τα λάστιχα και τα τσιμπι-

               μικρές σταγόνες χωρίς λάμψη. Έμοια-                     δάκια, είπε.
               ζαν δάκρυα θολά. Έπεφταν αργά αργά                    - Πάρε τα μακριά, εξαφάνισέ τα. Με
               πάνω  μου, ζητώντας  λύτρωση.  Μα                       πνίγουν, συνέχισε.

               εκείνη δεν μιλούσε...                                 - Ήρθα σε σένα που είσαι αιώνιο, φώ-

               Έκανα χρόνια να τη δω. Την έψαχνα                       ναξε.  Θέλω  να μείνουμε  για  πάντα
               ανάμεσα  στους  ανθρώπους  που έρ-                      μαζί.
               χονταν να δροσιστούν. Την έψαχνα

               ανάμεσα στις νύμφες. Την αποζητού-                    - Πάρε με μαζί σου τώρα. Τώρα που η                        61
               σα παντού, όπου πήγαινα. Την καλού-                     φθορά μπορεί να γιατρευτεί στη δρο-

               σα με το τραγούδι μου καθώς έτρεχα                      σιά σου
               ασταμάτητα. Εγώ, το ρέμα της ψηλής                    Άφησε την όχθη, με πλησίασε κι άρχι-

               κορφής ένοιωθα μόνο χωρίς τα εκ-                      σε να προχωράει σιγά σιγά στο νερό.
               φραστικά της μάτια.                                   Η κοίτη μου βάθαινε. Το νερό κάλυπτε

               Ξανάρθε μετά από χρόνια, την ώρα                      όλο και πιο πολύ το σώμα της. Ανέβαι-
               που έφευγε ο ήλιος. Πρόσωπο κουρα-                    νε στη μέση της, στο στέρνο , στο λαιμό.

               σμένο, αγνώριστο. Μαλλιά τραβηγμέ-                    Εκείνη προχωρούσε αμίλητη. Το νερό
               να πίσω, πιασμένα σ ένα σφιχτό  κότσο                 ανέβαινε συνέχεια. Κι άλλο, κι άλλο…

               στον σβέρκο. Τα μάτια της όμως ίδια.                  Αφέθηκε σ’ εμένα χαμογελώντας με τα
               Λαμπερά, γεμάτα λέξεις και συναισθή-                  χέρια ορθάνοικτα, σα να ζητούσε  να
               ματα. Ήρθε κοντά μου. Κάθισε δίπλα                    με σφίξει στο στέρνο της.

               μου . Την κοίταζα με λαχτάρα.                         Από τότε δεν την αποχωρίστηκα.  Δεν

               Καθρεφτίστηκε πάνω μου, βούτηξε τα                    άφησα τη φθορά να πάρει το φως από
               χέρια στο νερό κι άφησε τις σταγόνες                  τα μάτια της. Την έχω πάντα στην αγκα-
               να πέφτουν αργά στο πρόσωπό  της.                     λιά μου.

               Τα πουλιά τραγουδούσαν δυνατά και                     Είναι για πάντα η πιο όμορφη νύμφη
               πέταγαν από το ένα δέντρο στ’ άλλο.                   των νερών μου!

               - Γύρισα, μου είπε. Τώρα όμως η ζωή
   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65   66