Page 60 - mag_112_new
P. 60

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ














                   Μια νύμφη…




















               Είμαι ένα μικρό ρυάκι, που γεννήθη-                   λίγο στερέωνε το καπέλο στα βρεγμέ-
               κε στο βουνό. Κατεβαίνω με ορμή από                   να της κοτσιδάκια

               ψηλά, διασχίζω χαράδρες, χάνομαι στη                  Αργότερα, όταν μεγάλωσε, ερχόταν με
               γη κι έπειτα αναβλύζω ξανά στο φώς.                   τις φίλες της ή μόνη. Έβγαζε το φου-

               Φτάνω στο σύδεντρο, όπου ανταμώνω                     στάνι της και το ακουμπούσε στο δέ-
   60          κι άλλα ρυάκια. Φτιάχνουμε μαζί ένα                   ντρο. Στερέωνε την μακριά της κοτσί-
               ποτάμι, που στο διάβα του δροσίζει τον                δα ψηλά στο κεφάλι κι ερχόταν στην

               τόπο.                                                 αγκαλιά μου. Μας έδενε κάτι που το

               Στις όχθες μεγαλώνουν δέντρα ψηλά                     καταλαβαίναμε μόνο εμείς. Την άγγιζα
               που τα κλαδιά τους γέρνουν στο νερό.                  τρυφερά. Την πήγαινα στις πιο λείες

               Στα  χαμηλά  φουντώνουν κάθε  λογής                   πέτρες. Της μιλούσα στη γλώσσα των
               χορτάρια και άγρια λουλούδια.                         νερών κι εκείνη καταλάβαινε κι απο-

               Όταν πιάνουν οι ζέστες κι ο ήλιος πυ-                 κρινόταν. Ήταν για μένα σαν τις  νύμ-
               ρώνει τη γη, οι άνθρωποι έρχονται στο                 φες, που κατοικούσαν μαζί μου.

               ποτάμι να δροσιστούν.                                 Της το είπα.

               Την έφερνε κι εκείνη η μάνα της.  Ένα                 -Κάνε με νύμφη κι εμένα, μου ζήτησε.
               μικρό παιδάκι με δυό κοτσιδάκια που                   -Δεν έχω το χάρισμα να σε κάνω νύμ-

               χοροπηδούσαν πάνω στα ρόδινα μα-                        φη, της είπα. Μα μη σε νοιάζει όμως.
               γουλά του. Τσαλαβουτούσε στην όχθη                      Για μένα είσαι πιο όμορφη από όλες.

               ανέμελο φορώντας μόνο το βρακάκι                      Με άκουγε και χαμογελούσε. Άνοιγε τα
               του. Έψαχνε να βρει όμορφα βότσαλα,                   χέρια αγκάλιαζε τα νερά μου κι έπειτα
               τα έβγαζε στην όχθη και σχημάτιζε σπι-                τα σκόρπαγε τριγύρω. Ήταν λαμπερή,

               τάκια, δέντρα κι ανθρωπάκια, όπως τα                  χαρούμενη!
               έβλεπε η φαντασία του.                                Ένα απομεσήμερο, ήρθε με μάτια σκο-

               Η  μάνα  της  την καμάρωνε  και κάθε                  τεινά και λυπημένα. Κάθισε στην όχθη
   55   56   57   58   59   60   61   62   63   64   65