Page 73 - mag_111_
P. 73

της Δήμητρας Ξενάκη











               Εκείνη  την  περίεργη  μέρα  βρέθηκα                    πώς να φύγουμε, είπαν. Ανήκουμε

               σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο μπαλόνια. Πέ-                     σε σένα, στο σώμα σου.
               ταγαν παντού και κάθονταν σε όποιο                    Σάστισα.

               σημείο ήθελαν . Ήταν διάφανα.  Μέσα                   Ήταν  κομμάτι  μου,  είχαν  πει.  Είχαν

               από τη λεπτή επιφάνεια μπορούσα να                    βγει από μένα, μαζί με αναμνήσεις
               δω περίεργα μαύρα σχήματα, ή διά-                     που παγίδευαν το σήμερα. Πετούσαν
               φορες εικόνες.                                        ζητώντας εξιλέωση κι ελευθερία. Σω-

               Ένοιωθα άβολα. Δεν καταλάβαινα γιατί                  ριάστηκα σε μια γωνιά.

               γυρνούσαν γύρω μου αυτές οι διάφα-                    Οι επιθυμίες μου, οι φόβοι μου, οι
               νες μπάλες. Τι ζητούσαν από μένα; Κι                  απώλειες, οι προδοσίες άρχισαν να

               έπειτα τι ήταν αυτά που κουβαλούσαν                   περνάνε γρήγορα από μπροστά μου.
               μέσα τους;                                            Άλλαζαν χρώματα και σχήματα. Συνέ-

               Έχουν περάσει χρόνια, από τότε που                    χιζαν όμως να μου δημιουργούν ρωγ-
               ήμουν παιδί και διασκέδαζα με τέτοια                  μές.  Ρωγμές που πονούσαν.

               παιχνίδια. Τώρα δεν τα αγαπώ πια. Δεν                 - Κοίταξα πάλι τα μπαλόνια και μουρ-                       73

               μου φέρνουν χαρά. Αντίθετα ξυπνάνε                      μούρισα, πως κατάλαβα τι ήταν. Κα-
               κοιμισμένες αναμνήσεις.                                 τάλαβα πως έφερναν εικόνες του

               - Είναι πράγματι κοιμισμένες οι ανα-                    παρελθόντος  μεταμορφωμένες  σε
                 μνήσεις σου; Ρώτησε μια φωνή. Και                     βαρίδια.

                 την ίδια ώρα με είδα σε μια μικρή                   Είχαν δίκιο.  Ήταν κομμάτια δικά μου,
                 πλατεία, με μια κεφάτη παρέα να                     καλά κρυμμένα στο τωρινό εγώ μου.

                 κρατάω πολύχρωμα μπαλόνια.
                                                                     Γιατί τα φύλαγα; Γιατί είχα γίνει ο Δού-
 ΜΠΑΛΟΝΙΑ      - Εκείνες τις εποχές τις έχω διαγράψει                ρειος ίππος που κουβαλούσε τόσα

                 φώναξα. Κι έπειτα εκείνα τα μπαλό-
                                                                     βάρη, σαν να ήταν τα μυστικά μου
                 νια δεν ήταν διάφανα, δεν είχαν τίπο-
                                                                     όπλα για να αντιμετωπίσω τον κόσμο;
 ΜΕ            Η  φωνή ακούστηκε ξανά,  πιο δυνατή.                  Ανακάλυπτα πως είχα γίνει μια κρυ-
                 τα στο εσωτερικό τους.
                                                                     ψώνα δίχως νόημα. Ανακάλυπτα πως
               Μου ζητούσε  να ψάξω καλύτερα,  για
                                                                     αντί να βρίσκω νέους δρόμους, προ-
               ότι αποκαλούσα κοιμισμένο.
 ΒΑΡΙΔΙΑ       Έκλεισα τα μάτια μα τα μπαλόνια δεν                   χωρούσα γεμάτη άχρηστα  απομεινά-
                                                                     ρια. Νόμιζα, πως έτσι ήμουν οπλισμέ-
               έφευγαν. Έψαξα για άνοιγμα για φως.
                                                                     νη απέναντι στα μελλοντικά εμπόδια.
               Τα μπαλόνια μ’ ακολουθούσαν.
               - Φύγετε, παρακάλεσα.                                 Όμως, τα μπαλόνια βρήκαν ξαφνικά
                                                                     κάποιο άνοιγμα, ξεπήδησαν από μέσα
               - Μόνο εσύ μπορείς να μας δείξεις                     μου και μου ζητούσαν να τα ανακαλύ-
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78