Page 64 - mag_105
P. 64

ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


               Από πού

               να κρατηθώ;




               Το είπα μια μέρα στον τρελό της γει-                  Έγιναν αγριάδες,  θα μας πνίξουν,

               τονιάς, αλλά  αυτός δε γέλασε όπως                    φώναζαν. Είχα αποκοιμηθεί ανέμε-
               οι άλλοι.                                             λη και οι φωνές τους με ξύπνησαν.


               «Αυτό έγινε όταν ήσουν νήπιο, είπε.                   Στην αρχή θύμωσα που μου  έκοψαν
               Τώρα να στηρίζεσαι μόνο σε αληθι-                     τα όνειρα και οι φωνές τους διέλυαν

               νά γεγονότα, σε ανθρώπους με αξί-                     τη γαλήνη μου.
               ες κοντά στις δικές σου, στην άδολη                   Έπειτα συλλογίστηκα τα λόγια τους

               αγάπη και στον εαυτό σου»
                                                                     και λυπήθηκα...
               Τρελός είναι σκέφτηκα, ό,τι ήθελε                     Πόσος χρόνος θα χρειαστεί ακόμα;

               ονειρεύεται  κι ό,τι θέλει λέει.  Που να              σκεφτόμουν. Πόσοι θάνατοι; Πότε θ’
               ξέρει πόσο δύσκολο είναι να βρεις                     ανοίξει ο άνθρωπος διόδους στην

               αληθινά γεγονότα κι ανθρώπους να                      ψυχή έτοιμες να δεχτούν τη φύση.

               μιλάνε με ειλικρίνεια και σεβασμό κι
               αγάπη…                                                Αγκάλιασα το γυμνό μου σώμα κι
   64                                                                έγειρα το κεφάλι στη γη. Εκεί κου-
               -      Έχεις ακούσει τι γίνεται ρώτη-                 λουριασμένη  για  ώρες,  καθρεφτί-
               σα; Θέλουν να αλλάξουν ακόμα και

               τη φύση που μας θρέφει. Θέλουν να                     στηκα στις σταγόνες των πεσμένων
                                                                     φύλλων. Έμεινα, αμίλητη, παραδο-
               αλλάξουν τον κόσμο, ανάλογα με τα

               δικά τους συμφέροντα. Άκου τι έγινε                   μένη, στα όνειρα που φτιάχτηκαν
                                                                     τη νύχτα, στο σκοτάδι ή στο άπλετο

               «…Εξω απ' την πόλη, κοντά στη θά-                     φώς.
               λασσα, υπάρχουν εδώ και χρόνια

               μεγάλες εκτάσεις με ψηλά χορτάρια                     Τα χορτάρια η γη, τα φύλλα  και τα
               που ζουν πεθαίνουν και ξαναγέννιο-                    ξερόκλαδα ήξεραν τα όνειρά μου.

               νται,  όπως ορίζουν οι άνεμοι.                        Και το ανθρώπινο σώμα μου ένοιω-
                                                                     θε ελεύθερο.
               Από παιδί, πήγαινα εκεί. Ξάπλωνα

               ανάμεσά τους,  απολάμβανα τον ου-                     Η γη τριγύρω ήταν υγρή αλλά οικεία.
               ρανό, τον αέρα... ακόμα και τη βρο-                   Είχε φτιάξει μικρά ρυάκια από νερό,

               χή. Ηρεμούσα. Ήταν το κρυφό μου                       ιδρώτα, σπέρμα και δάκρυα. Είχε

               καταφύγιο.                                            φτιάξει ρυάκια που ένωναν υπάρ-

               Πριν λίγους μήνες άκουσα κάποιους                     ξεις.

               να λένε,  πως τα χορτάρια ψήλωσαν                     Εκεί σ’ αυτά τα ρυάκια,  να ταξιδεύ-
               πολύ.                                                 ουμε, σκεπτόμουν.
   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69