Page 35 - mag_09
P. 35

ΑΠΟΨΕΊΣ
                                                                                         ΦΥΣΗΞΕ Ο ΒΑΡΔΑΡΗΣ...

















               καταστροφή. Εξασκήθηκε λίγο το μάτι μου στα θαύματά, ευτυχώς, γιατί χρόνια

               περνούσα και δεν τα έβλεπα καθόλου. Στο μυαλό μου ανατέλλει μια πρόσφατη
               εικόνα, σαν πλάνο από ταινία. Ένας μικρός νερόλακκος και μέσα μια ντουζίνα

               σπουργίτια που τσαλαβουτούν. Μπαίνουν στο νερό, βγαίνουν και μετά τινάζο-
               νται. Το κάνουν με ρυθμό, κυκλικά, σχεδόν τελετουργικά. Σκέφτομαι φωναχτά:

               κάνουν μπάνιο και τα πουλιά; Δροσίζονται ή καθαρίζονται άραγε; Στο άκου-
               σμα του ελαστικού του αυτοκινήτου που πέρασε από δίπλα τους αναχώρησαν

               όλα μαζί. Η επόμενη εικόνα εύχομαι να μην ήταν εκεί. Η τηλεόραση δείχνει τους
               βομβαρδισμούς στη λωρίδα της Γάζας, κάποιοι τρέχουν κουβαλώντας στα χέρια

               τους τα πτώματα μικρών παιδιών.  Σε μια κουβέντα που είχαμε, είπες: «ξέρω τι
               είναι, είναι ο καπιταλισμός» κι εγώ ρωτάω: «τον καπιταλισμό ποιος τον έφτιαξε».

               Γιατί ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται τον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος σκοτώ-
               νει τον άνθρωπο, γιατί είναι ο άνθρωπος ικανός για τα χειρότερα εγκλήματα                                        35 35

               και ταυτόχρονα για τις υπέρτατες θυσίες. Η συμβίωση διέπεται από κανόνες
               εξωτερικούς. Αν εσωτερικεύσεις τον κανόνα δε θα χρειάζεσαι πια νόμους; Έχει

               πιο πέρα; έχει πιο κάτω; έχει αλλού κι αλλιώς; Τι με βασανίζει και δεν μπορώ ν’
               απαλλαγώ; Δεν έχω απαντήσεις, μόνο ερωτήσεις έχω, τι κατάρα κι αυτή. Συνε-

               χίζω να δοκιμάζω τις αντοχές μου, προχωράω όσο πέφτω τόσο σηκώνομαι,
               οργίζομαι και θλίβομαι, κρυώνω και ζεσταίνομαι, χαίρομαι και απογοητεύομαι,

               οριακά κινούμαι απ τον ένα πόλο στον άλλο, μεταπίπτοντας απ’ τη μιαν αντίφαση
               στην άλλη, να σταματήσω το μυαλό μου προσπαθώ. Ν’ αναπαυτώ σ’ ένα τοπίο

               γνώριμο με τη γλύκα που έχει να είσαι παιδί και να σε παίρνει ο ύπνος στο ντι-
               βάνι με τις κουβέντες των μεγάλων να φτάνουν μακρινοί ψίθυροι στ’ αυτιά σου.

               Όσοι λένε γεννήθηκαν Κυριακή έχουν την 6η αίσθηση, βλέπουν ό,τι δε βλέ-
               πουν άλλοι, ακούνε το χορτάρι που μεγαλώνει, μυρίζουν πασχαλιές μέσα στο

               χειμώνα. Να κουρνιάσω θέλω, στο «μάτι του κυκλώνα» όπως είπες κάποτε. Σε
               ακολουθώ; Αναρωτιέμαι: ήσουνα πριν από μένα εκεί; έφτασα αργά; με τους δι-

               κούς μου ρυθμούς νιώθω σαν σαλίγκαρος στην πορεία προς το Θεό. Δίδαξε
               με, θέλω να μάθω, μίλα μου θέλω ν’ ακούσω, στήριξέ με θέλω να κρατηθώ,

               αγκάλιασέ με θέλω να ζεσταθώ, πες μου αλήθεια θέλω να σε πιστέψω, βοήθη-
               σέ με θέλω να πετάξω, μη με εγκαταλείψεις, μην κουραστείς να μ’ αγαπάς…

                                                                                                     Christine
   30   31   32   33   34   35   36   37   38   39   40