Page 34 - mag_09
P. 34
αντ χές...
Σιγά σιγά άρχισε το κρύο, προσεκτικά θαρρείς, να μη μας τρομάξει και πανικο-
βληθούμε. Σιγά σιγά άρχισε κι η πόλη να στολίζεται, να φοράει αστέρια, αγγέ-
λους, έλατα που αναβοσβήνουν. Σποραδικά κάποιες βιτρίνες, αναγγέλλουν το
πλησίασμα της μεγάλης γιορτής του χειμώνα κι η προσμονή του Αη Βασίλη
άρχισε να αντανακλάται στα παιδικά μάτια που ξέρω. Όχι σε όλα όμως. Προ-
χτές στη λαϊκή μπροστά στον πάγκο των τυριών ένας πιτσιρίκος με έστησε
στον τοίχο: «Κυρία μπορείτε να μου αγοράσετε ένα κομμάτι τυρί να φάμε στο
σπίτι με τα αδέρφια μου;» Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που άκουγες
«δώσε μου λεφτά, να πάρω να φάω» που από καχυποψία πολλές φορές αναρω-
τιόσουν αν είναι αλήθεια. Τι έγινε λοιπόν που του πήρα το τυρί; Τι έκανα για να
μη χρειαστεί να ζητιανεύει ένα κομμάτι τυρί, το αυτονόητο ακόμα για πολλούς;
Τι κάναμε όλοι μας; Τίποτα. Ένα μεγάλο τίποτα. Δεν αναχαιτίσαμε το σύστημα,
34 34 καθυποταχτήκαμε και τα παιδιά μας θα το βρουν μπροστά τους με το χειρότε-
ρο τρόπο. Ας αποδειχτούν εκείνα τουλάχιστον ικανότερα, πιο μασίφ από εμάς
τους κούφιους, πιο λιγομίλητα από εμάς τους θεωρητικούς με όπλα τις πράξεις.
Αφουγκράζομαι το χάος γύρω μου. Ακούω τα σενάρια περί χρεωκοπίας, ανθρώ-
πους που συμβουλεύουν να γεμίσουμε τα ντουλάπια με τρόφιμα για επερχόμενη
τυχόν καταστροφή κι ένα κομμάτι μου θέλει να είναι ήρεμο κι αισιόδοξο και το
ακούω να φωνάζει «υπερβολές, δε γίνονται τέτοια πράγματα», αλλά η ιστορία
με διαψεύδει, καθώς το θέατρο του παραλόγου της ανθρωπότητας τέλος δεν
έχει, όπως δεν έχουν τελειωμό οι πόλεμοι κι αιματοχυσίες, οι σφαγές και η
πείνα. Το άλλο κομμάτι, το προνοητικό, με μαλώνει και μου λέει «φυλάξου, και
οι εβραίοι ούτε στην πιο τρελή τους φαντασία δεν θα μπορούσαν να δουν τα
στρατόπεδα εξολόθρευσής τους». Θηριωδίες, αιμοβορίες, αδικία, εξευτελισμοί
ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τη μια, ηρωισμοί, υπέρβαση, αυτοθυσία από την
άλλη. Ο κόσμος μοιάζει να υποφέρει από διπολική διαταραχή και γυρνάει
αέναα κι εγώ κοιτάω κάθε μέρα τον ίδιο τοίχο απέναντι, εδώ και δέκα χρόνια,
δε θέλει πολύ ο άνθρωπος να τρελαθεί. Από τη μια το θαύμα, από την άλλη η