Page 63 - mag_81
P. 63

της Δήμητρας Ξενάκη













                                  Σε μιά άδεια





                                         παραλία...












                                 Βρήκε ένα μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα.

               Πέρναγε μέσα απ’τα λιόδεντρα, σκόνταφτε σε πέτρες, μα έφτανε στην παραλία

               χωρίς να μπερδευτεί  με ξένους ήχους. Τα αυτοκίνητα και τα μουρμουρητά
                             της πόλης τ’αφηνε μακρυά, στην άλλη άκρη του κόλπου.




                                                                                                                                63






               Όταν άρχιζε να γέρνει ο ήλιος, τυλι-                  γιγμα κάθε μικρού κόκκου της  άμ-

               γόταν με το μεγάλο της μαντήλι και                    μου. Βάδιζε κι άφηνε μικρά ίχνη που

               κατηφόριζε  στην  παραλία.  Λαχτα-                    τα 'σβηνε γρήγορα το απαλό αεράκι.
               ρούσε να δει το απέραντο γαλάζιο.                     Έφτανε στη θάλασσα και περπα-

               Αυτό το συγκεκριμένο γαλάζιο που                      τούσε στην άκρη, εκεί που άφριζε

               την εξάγνιζε.                                         το νερό καθώς άγγιζε την παραλία.

               Τις τελευταίες μέρες, η παραλία ήταν                  Ακολουθούσε τον δρόμο του αφρού.

               άδεια.                                                Ήταν ένας δρόμος με περίεργες κα-

               Έβγαινε απο το σύδεντρο των ελιών                     μπύλες. Το κυματάκι μόλις έφτανε
                                                                     στην ακτή αναδιπλωνόταν κι έπειτα
               κι αντίκριζε μιαν ακτή, παρθένα.                      υποχωρούσε, για να ξανάρθει σε

               «...να σ’αντικρίζω θάλασσα...». Οι λέ-                λίγο με νέα ορμή. Και το παιχνίδι συ-

               ξεις χόρευαν στο μυαλό της και στην                   νεχιζόταν αέναο στο χρόνο. Το κύμα
               καρδιά της.                                           να φιλάει την αμμουδιά να τη βάφει

               Έβγαζε τα παπούτσια, περπατούσε                       πιο σκούρα και να ξαναφεύγει αφή-

               ξυπόλυτη, για να αισθάνεται το άγ-                    νοντας πάνω της το αποτύπωμα της
   58   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68