Page 37 - mag_018
P. 37
της Κατερίνας Επιτροπάκη
της Κατερίνας Επιτροπάκη
μην πέρασε μια μέρα. Εκεί κοντά στα τριάντα, το μοναδικό Δεν ησύχασε ωστόσο για
καλοκαίρι που δεν έφυγαν μαζί για διακοπές, η Μάρθα γνώ- πολύ. Τρεις μέρες αργότερα,
ρισε τον Στέφανο. Για χάρη του εγκατέλειψε την Αθήνα, της εμφάνισαν τον Μάκη. Δια-
πήρε μετάθεση στην Πάρο όπου ζούσε κι εργαζόταν εκεί- ζευγμένος, με δύο παιδιά, γνω-
νος. Λίγους μήνες αργότερα, η Έλλη είχε κατέβει να πα- στός της Μάρθας αυτή τη φορά.
ραστεί ως κουμπάρα-μάρτυρας στον λιτό πολιτικό γάμο Το γεγονός ότι ο Μάκης ζει επί-
τους. Η καλύτερη φίλη της νύφης, γαρ. Από τότε, τους σης στην Αθήνα και βρισκόταν κι
επισκέπτεται μια φορά το χρόνο, Πάσχα, Χριστούγεν- αυτός στην Πάρο για διακοπές, έκα-
να ή καλοκαίρι, ανάλογα με τη διαθέσιμη άδεια. νε τους κουμπάρους της να τον θεω-
Η Έλλη δεν δυσκολεύτηκε να συνειδητοποιήσει τι ρούν ακόμα καλύτερο «κελεπούρι» για
ήταν κατά βάθος αυτό που της δημιουργούσε την την Έλλη.
ανακούφιση στην ιδέα της επιστροφής. Όλα αυτά Χριστέ μου, πιο φαφλατάς πεθαίνεις,
τα χρόνια, η Μάρθα με το Στέφανο, στην αρχή σκέφτηκε με απελπισία η Έλλη, τώρα που
διακριτικά αλλά αργότερα αρκετά πιεστικά, την γύριζαν όλα στη μνήμη της με τη σειρά.
στρίμωχναν με ερωτήσεις για την πολύ προ- Το είδος των ανδρών που αισθάνονται
σωπική της ζωή. Ύστερα από τόσο καιρό, εί- το κέντρο του κόσμου, που όλες τις συζητή-
χαν βαλθεί να την «ζευγαρώσουν», μια και η σεις τις γυρνάν στο άτομό τους, συνδέοντας
Μάρθα δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιδέα με τρόπο –ευρηματικό είναι αλήθεια μερικές
ότι η καλύτερή της φίλη, στα σαραντακά- φορές– ακόμα και τα πιο άσχετα πράγματα, με
τι τους χρόνια, έχει μείνει «στο ράφι» και τους ίδιους: η δουλειά τους, η παιδική τους ηλι-
δεν έχει κι αυτή βρει ένα καλό παιδί. Φέ- κία, τα χόμπυ τους, οι θεωρίες τους, ξεφυτρώ-
τος λοιπόν, οι κουμπάροι της είχαν κατα- νουν σε κάθε συζήτηση, ασχέτως θεματολογίας, 37
στρώσει σχέδια γι’ αυτήν, χωρίς φυσικά η ενώ αρέσκονται ιδιαίτερα στο να κάνουν για το
ίδια να το γνωρίζει. Από την πρώτη κιόλας κάθε τι δηλώσεις, χωρίς βεβαίως να τους το
βραδιά της παραμονής της στο νησί, έσκασε έχει ζητήσει κανείς. Το «εγώ πιστεύω ότι…»,
μύτη ο φίλος και συνεργάτης του Στέφανου, «εγώ πάντα υποστηρίζω…» κλπ, αποτελεί το
ο ελεύθερος υποχρεώσεων Γιάννης, όπου ξεκίνημα σχεδόν κάθε μακροσκελούς λογύ-
βεβαίως το ζευγάρι είχε μεθοδεύσει τη γνω- δριου που με το παραμικρό δράττονται της
ριμία με την Έλλη, ελπίζοντας να ευδοκιμήσει ευκαιρίας να εκστομούν. Φρίκη…
το καλοστημένο «προξενιό». Η τρίτη επιχείρηση αποκατάστασης της ανύ-
«Τι τύπος κι αυτός», σκέφτηκε η Έλλη τώρα που παντρης κουμπάρας ήταν ακόμα πιο βασα-
το ξανάφερνε στη μνήμη της. Πάντα αντιπα- νιστική. Αυτή τη φορά ήταν ένας μακρινός
θούσε τους ανθρώπους που αισθάνονται ξάδελφος του Στέφανου. Αυτός πάλι, το
ότι έχουν χιούμορ χωρίς να ισχύει. Το χα- χαρακτηριστικό είδος του καλού παι-
ρακτηριστικό τους είναι ότι λένε κρύα αστεία διού, αλλά απίστευτα ανυπόφορου
γελώντας οι ίδιοι πρώτοι δυνατά, λες και θα και βαρετού. Πρόθυμος να κάνει όλα
παρασύρουν με τον τρόπο αυτό τους υπόλοιπους τα θελήματα, πρόθυμος να ακολου-
στην ευθυμία. Ο Γιάννης δεν είχε παύσει να το
επαναλαμβάνει, καταντώντας όλο και πιο εκνευρι-
στικός. Το τρίτο ή τέταρτο βράδυ, έπιναν το ποτό
τους στον “Πειρατή”, όταν η Έλλη μην αντέχοντας
άλλο, προφασίστηκε πονοκέφαλο και γύρισε σπίτι.
Την άλλη μέρα, εξήγησε τον λόγο και ζήτησε από τους
φίλους της να μην επαναληφθεί η συγκεκριμένη σύ-
σταση της παρέας.