Page 23 - mag_24
P. 23
της Κυριακής Αιλιανού
23
μας που δε μας χάιδεψε με το δεξί χέρι αλλά τους συγγραφείς, τους δασκάλους μου,
με τ' αριστερό, ο πατέρας μας που τραγού- τις μουσικές μου, τους ήρωες νεκρούς
δαγε Διονυσίου ενώ έπρεπε να τραγουδάει μου, τους φίλους που έχασα στην πορεία
Αττίκ, ο ξάδερφός μας που μας την έπεσε της ζωής και έφυγαν με το παράπονο του
όταν ήμασταν δεκατριών, η πεταλούδα που Γκάτσου στο φινάλε του Κεμάλ, την αγάπη
δεν πέταξε στα λιβάδια πέρυσι, ο σκύλος μου στον Άνθρωπο, στα Παιδιά, στη Φύση,
μας που είναι γκέι και η κακούργα η κοινω- στην Αλήθεια…
νία που μας φέρθηκε απάνθρωπα… Και τώρα, Εφιάλτες, κρυφτείτε… Σ’ όποια
Τέρμα… αρχίζω πόλεμο, όχι από μέσα, γωνιά σας συναντήσω, θα γίνω Διγενής!
αλλά απ' έξω. Εγώ, ό,τι μπορούσα να κάνω, Τέρμα η Βασιλεία του Φόβου. Είμαι με το
το έκανα. Και δε δέχομαι ότι δεν προσπά- Λύκο… έγινα Λύκος… γιατί κατάλαβα πια,
θησα. Παίρνω τον οπλισμό μου και βγαί- πως η καημένη η κοκκινοσκουφίτσα, ήταν
νω… Και είναι η μεγαλύτερη γιάφκα των ο πιο πειστικός μασκαράς του κόσμου.
εποχών… Έχω τους ποιητές που αγάπησα, Ήταν το Τέρας της δικής σας Υποκρισίας.