Page 117 - mag_88
P. 117
της Ρούλας Μονογυιού
με τη φαντασία μου, αρνάκι να ’μαι
(ή το κοπάδι ολόκληρο
σκόρπιο να τρέχει σ’ όλη την πλαγιά,
Εγώ ποτέ δεν φύλαξα κοπάδια, αλλά σαν να τα φύλαξα είναι. να ’μαι πολλά πράγματα ευτυχισμένα την ίδια στιγμή),
Η ψυχή μου είναι ένας βοσκός, είναι μόνο γιατί αισθάνομαι αυτό που γράφω στο ηλιοβασίλεμα,
γνωρίζει τον άνεμο και τον ήλιο ή όταν ένα σύννεφο απλώνει το χέρι του πάνω από το φως
κι απ’ τα χέρι κρατώντας τις Εποχές κι η σιωπή τρέχει έξω στο χορτάρι.
ακολουθεί και κοιτάζει.
Όλη η γαλήνη της Φύσης δίχως ανθρώπους Όταν κάθομαι να γράψω στίχους ή,
έρχεται να καθίσει δίπλα μου. βαδίζοντας σε δρόμους και μονοπάτια,
Άλλα εγώ μένω θλιμμένος όπως ένα ηλιοβασίλεμα γράφω στίχους στο χαρτί που υπάρχει στη σκέψη μου,
στη Φαντασία μας, νιώθω μιαν αγκλίτσα στα χέρια
όταν πέφτει παγωνιά μακριά στην κοιλάδα και βλέπω το περίγραμμα του εαυτού μου
και νιώθεις τη νύχτα να μπαίνει στην κορφή του λόφου,
σαν πεταλούδα από τό παράθυρο. να κοιτάζει το κοπάδι μου και να βλέπει τις ιδέες μου
ή να κοιτάζει τις ιδέες μου και να βλέπει το κοπάδι μου,
Αλλά η θλίψη μου είναι ηρεμία και να χαμογελάει αόριστα σαν κάποιος που δεν καταλαβαίνει τι λένε
γιατί είναι φυσική και δίκαιη και θέλει να παριστάνει πως καταλαβαίνει.
και είναι αυτό που πρέπει να νιώθει η ψυχή 117
σαν σκέφτεται πως υπάρχει Χαιρετάω όλους όσοι θα με διαβάσουν,
και τα χέρια μαζεύουν λουλούδια χωρίς καν να το βλέπει. βγάζοντάς τους το πλατύγυρο καπέλο μου
όταν θα με δουν στην πόρτα μου
Σαν θόρυβος από κουδούνια μόλις η άμαξα φανεί στην κορφή του λόφου.
πέρα από τη στροφή του δρόμου, Τους χαιρετώ και τους εύχομαι ήλιο,
οι σκέψεις μου είναι ευχαριστημένες. και βροχή, όταν η βροχή είναι αναγκαία,
Λυπάμαι μόνο που ξέρω πως είναι ευχαριστημένες, και τα σπίτια τους να ’χουν
γιατί, αν δεν το ήξερα, ένα παράθυρο ανοιχτό και στο πλάι
αντί να είναι εύχαριστημένες και θλιμμένες, την αγαπημένη τους καρέκλα
θα ήταν ευχαριστημένες και χαρούμενες. για να κάθονται να διαβάζουν τους στίχους μου.
Να σκέφτεσαι είναι ενοχλητικό σαν να βαδίζεις στη βροχή Και διαβάζοντάς τους να σκέφτονται
όταν ο άνεμος δυναμώνει και μοιάζει σαν να βρέχει περισσότερο. πως είμαι κάτι φυσικό -
για παράδειγμα, το αρχαίο δέντρο
Δεν έχω φιλοδοξίες μήτε επιθυμίες που στη σκιά του παιδιά όταν ήταν
να ’μαι ποιητής δεν είναι δική μου φιλοδοξία. σωριάζονταν, κουρασμένα απ’ το παιχνίδι,
Είναι ο τρόπος μου να είμαι μόνος. σκουπίζοντας τον ιδρώτα του ζεστού μετώπου τους
Κι αν κάποτε επιθυμώ, με το μανίκι της ριγέ ποδιάς τους.
Από το βιβλίο “Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέϊρο”, σε μετάφραση Μαρίας Παπαδήμα, εκδόσεις Gutenberg 2014.