Page 64 - mag_58
P. 64

μiKρεσ ΙσΤορΙεσ




                          Η μετακόμιση





               πόρτα. Μην και σε άφησα απ’έξω                        Είχε πολλά και στο πάτωμα. Δεν τα
               άθελά μου. Γιατί βράδυ θα ερχόσουν.                   μέτρησα, αλλά είμαι σίγουρος για τον

               Είμαι σίγουρος. Επίτηδες, για να δεις                 αριθμό τους. Αφού φορούσες τα ίδια
               αν κράτησα την υπόσχεση.                              ρούχα με τη μέρα που έφυγες. Κάθισα

               Απόψε δεν κλείδωσα. Δεν άντεξα άλλο                   στο μπράτσο της καρέκλας σου. Σου

               το στριμωξίδι. Καθώς σουρούπωνε                       ζήτησα τσιγάρο και μου έδωσες το
               άρχισα  να κοιτάζω  τα  κλειδιά  με                   ήδη αναμμένο δικό σου, επειδή ήταν

               περιφρόνηση.  νύχτωνε  έντονα  και                    το  τελευταίο.  Ίσα που  πρόλαβα  δυο

               οι σύρτες παρέμεναν ανοιχτοί, τα                      τρεις ρουφηξιές.
               κλειδιά στο τραπεζάκι, η πόρτα απλά                   Κλείδωνα κάθε βράδυ και σ’ άφηνα

               κλειστή και τα παράθυρα γυρτά.                        απ’ έξω στο μπαλκόνι.
               Ημέρεψα τη νευρικότητά μου και                        Πέταξα τη γόπα στο πάτωμα και σου

               κάθισα στον καναπέ. Με εξέπληξε                       έκανα νόημα να μπούμε. Δεν ήθελες.
               αυτή η άνεση που ένιωσα. Απλώθηκα                     Σου άρεσε εδώ. Μπήκα μέσα και

               και τεντώθηκα. Ο δροσερός βραδινός
   64
               αέρας μπασταρδεμένος με καπνό από
               τσιγάρο, μου θύμισε την παράτολμη

               κίνησή μου. Με φόβισε, αλλά δε
               σκέφτηκα την εύκολη λύση του

               κλειδαμπαρώματος. Εξάλλου ήταν

               αργά πλέον, οπότε η επιλογή μου να
               βγω στο μπαλκόνι, ήταν αναγκαστική.

               Άνοιξα απλά την πόρτα και βγήκα.
               Ήσουν στα δεξιά μου, καθόσουν

               στην      καρέκλα        σου      σταυροπόδι

               και απολάμβανες το τσιγάρο σου,
               φορώντας το ειρωνικό σου χαμόγελο.

               Το τραπέζι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα.
   59   60   61   62   63   64   65   66   67   68   69