Page 63 - mag_59
P. 63
ÑÌÖ Í½ÏÌÖ Æ¾ÊËÑÅ
Κοιτάζω την πέτρα που µάζεψα τότε, Και εκεί που συνηθίζω, µου ζητάει
µε φόντο το ηλιοβασίλεµα. Έτσι, να την ψιλαφίσω· έτσι, µε χέρια
επειδή απλά ήθελα, χωρίς να τη αρµυρισµένα.
ρωτήσω. Γέννηµα θρέµµα µιας µικρής Και ίσως από τύψεις υπακούω. Την
παραλίας του Αιγαίου, στριµωγµένη κρατάω στη χούφτα µου, να επουλώσει
τόσα χρόνια στο δυάρι. Την παρατηρώ τις δικές της ρωγµές, εισπνέοντας 63
συχνά στο ράφι µου, µπροστά απ’τα θάλασσα απ’ τα δικά µου κύµατα·
βιβλία. Στερηµένη απ’ την αρµύρα. µήπως και ξεθυµάνει µαζί µε τους
Απαιτεί εκδικητικά κάθε καλοκαίρι, αφρούς τους.
να κάνω ιχνηλασία µε τα χέρια Και µετά, έτσι ήρεµη που είναι, σχεδόν
µου, ξεκινώντας από το µέτωπό νεκρή, την επιστρέφω στη θέση της,
µου, συνεχίζοντας µε τα µάγουλα, ανεβάζω τα στόρια να µπει το φρέσκο
καταλήγοντας στο πηγούνι. φως που µόλις άνοιξε τα µάτια του
Μου συστήνει, τα χαραγµένα αυλάκια και κάθοµαι απέναντι κουρασµένος,
του προσώπου µου. Αποτυπώµατα, περιµένοντας για µια ακόµα φορά
απ’τις αιχµηρές πατηµασιές του χρόνου να αποµυθοποιηθεί ό,τι σκέπαζε το
και του πόνου µου. Ρωγµές δέρµατος σκοτάδι.
που δε στοκάρονται. Τελικά ο ήλιος έχει κέφια, µόνο όταν
Ποντάρει στην έκκριση δακρύων και πάει να κοιµηθεί.
πάντα κερδίζει την παρτίδα. Γι αυτό πάντα προτιµώ το ηλιοβασίλεµα.
Και γω, µε µουσκεµένα χέρια, Γιατί µου ξυπνάει µια δίδυµη παρουσία
βεντουζαρισµένα στο πρόσωπο, αργώ στο ράφι, που µαρτυράει αυτά που δε
να συνηθίσω το τσούξιµο απ’την υγρή δείχνει ο καθρέφτης µου.
αρµύρα που κυλάει στα αυλάκια του Και έτσι, γνωριζόµαστε καλύτερα.