Page 68 - mag_62
P. 68

ΧεΙμωΝΙΑΤΙΚεσ ΙσΤορΙεσ                               του Αχιλλέα ΙΙΙ

                          Αχρηστούγεννα


                             (Κρίσητμας)




               στο χέρι, αναρωτιόταν εάν έπρεπε να                   ταλείψει την προσπάθεια στα μέσα της
               λιποθυμήσει ή να φωνάξει ασθενοφό-                    διαδρομής. Δεν μπόρεσε να σκεφτεί

               ρο. Τελικά, έκανε και τα δυο αλλά με                  τίποτα έξυπνο, αστείο ή παρηγορητικό
               την σωστή σειρά.                                      να πει στο παιδί του που τον κοίταζε με

                                                                     βουρκωμένα μάτια. Πήρε βαθιά ανάσα
               Περίπου μισή ώρα αργότερα, αφού
               το ασθενοφόρο είχε φτάσει, μια γει-                   εκτόξευσε  ένα  «χοχοχο»  και,  με  όση

               τόνισσα προσπαθούσε να ηρεμήσει                       δύναμη του είχε απομείνει, φώναξε σε
               τον πρησμένο από το κλάμα μικρό,                      αυτούς που κουβαλούσαν το φορείο

               την ώρα που το φορείο με τον πατέ-                    του: «Ντέι, ντέι, πρέπει να προλάβου-
               ρα του έβγαινε από την εξώπορτα. Το                   με! Η ώρα περνάει! Εμπρός Ρούντολφ,

               πρόσωπο του άνδρα ήταν γεμάτο μικρά                   κούνα τα πόδια σου!» Οι δυο άντρες
               και μεγαλύτερα κοψίματα και πλαισι-                   με τα λευκά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους

               ωνόταν από μια κατακόκκινη γενειάδα                   και στη συνέχεια, σιωπηλοί, άρχισαν
               τραβηγμένη στο πλάι, αλλά ωστόσο                      να τραβάνε έξω από το διαμέρισμα το
               διατηρούσε τις αισθήσεις του. Έκανε                   «έλκηθρο» και το φορτίο του, προς το
   68          νόημα στους δύο τραυματιοφορείς να                    εφημερεύον νοσοκομείο.

               σταματήσουν και με κόπο κάλεσε τον

               γιο του κοντά του. Ο μικρός πλησίασε                  Έπειτα από λίγο η μητέρα του παιδιού
               φοβισμένος  και τρέμοντας ακούμπησε                   συνήλθε και αμέσως έτρεξε στον μι-

               στο μεταλλικό κάγκελο του φορείου.                    κρό και τον αγκάλιασε σφιχτά, πνίγο-
               Ο πληγωμένος, με περισσότερους από                    ντας τους λυγμούς της. «Μη φοβάσαι,

               έναν τρόπους, πατέρας προσπάθησε να                   μωρό μου, του είπε, ο μπαμπάς είναι
               χαμογελάσει στον απόγονό του, αλλά                    μια χαρά!». Ο πιτσιρίκος, ήρεμος πια,
               μικρά θραύσματα γυαλιού κάτω από                      την κοίταξε και είπε: «Ναι, αλλά δεν

               το δέρμα του του προκαλούσαν έντο-                    τον βλέπω να προλαβαίνει, έτσι που το
               νο πόνο και τον ανάγκασαν να εγκα-                    πάει...»









               Ο Αχιλλέας ΙΙΙ (κατά κόσμον Αχιλλέας ΙΙΙ) γεννήθηκε στην Καβάλα, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα το 1979,
               το 1998 και το 2002, αντίστοιχα. Απολαμβάνει να ανοίγει τρύπες στην πραγματικότητα, να αφαιρεί το γκρίζο
               υλικό της και να συμπληρώνει τα κενά με παραδοξολογίες, προκαλώντας τον εκνευρισμό εκείνων που λατρεύ-
               ουν το μονότονο γκρίζο, επειδή χάρη σε αυτό τονίζονται τα άδεια τους μάτια. Επίσης, αποφεύγει τα λιβάνια, τα
               δερμάτινα ντιβάνια και τα θερμαινόμενα καζάνια, χορεύει εξαιρετικά σπάνια σε γάμους, βιβλιοπαρουσιάσεις και
               λοιπές εκδηλώσεις –με τη δικαιολογία ότι τον πονάει πότε το ένα του πόδι και πότε το άλλο–, ενώ τα τελευταία
               δώδεκα χρόνια είναι μέλος του container rock συγκροτήματος Bog art.
   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72   73