Page 29 - mag_66
P. 29
της Κατερίνας Τζαβάρα
Από ξύλο και ψεύτικη μπογιά ήταν φτιαγμένη. Σαν τα ξεχασμένα παγκάκια
σε κάποιο ξέφωτο, ορεινό. Εκείνα που κάποτε θέριεψαν πόθους και
διάβασαν λέξεις για χίλιες ζωές. Γιόρτασαν, ίδρωσαν, κοιμήθηκαν,
κρύωσαν. Κομμάτια ζωής, ξεφτισμένα. Υπό διάλυση.
Το χειμώνα ακουμπούσε το φορτίο της πάνω σε ασβέστη και παρακαλούσε
να το πάρουν τα κύματα. Την άνοιξη κρεμούσε τις ελπίδες της στις
στέγες των σπιτιών, πουλιά τσαλακωμένα, όπως τα προσπερνούσαν,
ακροπατώντας, οι γάτες. Άνιση με το χρόνο, απόρθητη από την αγάπη. Μία
κουκίδα άυλη. Στεγνή.
Πάνω από το χώμα, η φύση οργιάζει. Έρωτας με έρωτα συναντιούνται,
πολύχρωμα παντρέματα αρωμάτων, εικόνες που λάμπουν κάτω από το
αδίστακτο μαγιάτικο φως. Άνθρωποι σμίγουν αχόρταγα. Σαν δίχως αύριο.
Τους κοιτάζει, όχι στα μάτια, στα χέρια. Αυτά που της λείπουν. Το χάδι, 29
η αγκαλιά, κάποιον να την ξεντύσει, να τη βάλει για ύπνο, να της φτιάξει
ψωμί.
Μάνα, πού είσαι;
Θα'ρθω, μάνα. Θα'ρθω…
Οι δρόμοι δεν ανοίγουν, πάντα, εμπρός μας. Έρχονται και σκοτεινά υπόγεια
να μας θρέψουν, ορθώνονται πόρτες βαριές, ασήκωτες που δεν ανοίγουν
πύλες στο φως.
Αυτό το φως… Να κλείσει το διακόπτη, να μην την τυφλώνει άλλο η άνοιξη.
Παντού αρυτίδωτα πρόσωπα και στόματα ανοιχτά. Λόγια, λόγια… γέλια…
ζωή. Υπάρχει ζωή, ακόμη.
Δεν αντέχεται τόση ζωή.
Να βρει ένα παγκάκι διαλυμένο, να μην είναι μόνη της.
Να ξαπλώσει στο τρύπιο άνοιγμα, να τη φυσήξει η δροσιά του βουνού.
Να ακούσει την ιστορία του, να νιώσει κάτι. Κάτι για κάποιον, κάτι, ό,τι…
Δεν αντέχεται τόση άνοιξη.