Page 58 - mag_70
P. 58
ΙστορΙεσ aΓαπΗσ
Η αγαπΗ πεθαίνεί
από τα πρεπεί τΗς
είχα στερηθεί, τον αυτός που είμαι και πώς κουνάει τα χέρια
σύζυγο που η Χαρού- όχι κάποιος άλλος, του ή πώς τρώει μα
λα είχε στερηθεί, και κλειστός, μονότονος, όταν είδα αυτές τις
όλοι αυτοί χασκογε- και εγωπαθής. Αδιά- κινήσεις ήταν σα να
λούσαν μπροστά μου φορες πληροφορίες έβλεπα τον εαυτό μου
και μου ύψωναν το στον κόσμο του τζό- στον καθρέφτη. Ο
ποτήρι “Cheers!” και γου που είχε μάθει να πατέρας μου και εγώ
ζούσαν το δικό τους ζει και να επιβιώνει, επιβεβαιώναμε τη θε-
όνειρο - είχε βρεθεί ανάμεσα σε καπνούς ωρία των γονιδίων.
ο άσωτος υιός! - ενώ ακριβών τσιγάρων Σοκαρίστηκα. Ανα-
η αλήθεια ήταν πως και ντεκολτέ συνο- κατεύτηκα. Αηδίασα.
είχε προ πολλού χα- δών πολυτελείας. Όλη Μίσησα τον εαυτό
θεί ο άσωτος πατέ- του η ζωή ήταν μία μου. Και ύστερα, σιγά
ρας. Γιατί να με νοιά- αηδιαστική, μονότο- σιγά άρχισα να το χω-
ζουν εμένα όλα αυτά; νη, σχεδόν παράλογη νεύω. Κατάλαβα γιατί
58 Τι σχέση είχα εγώ με συμπεριφορά που δε είμαι αυτός που είμαι,
όλους αυτούς; Άγνω- μπορούσε να ελέγξει. γιατί δεν σκέφτομαι
στοι άνθρωποι σε Και ούτε και τον εν- όπως η Χαρούλα, για-
μιαν άγνωστη χώρα, διέφερε. Κι όμως! Αν τί πάντοτε μου έλε-
άνθρωποι που μοι- μας έβαζε κανείς δί- γε «ίδιος ο πατέρας
ραζόμασταν μεταξύ πλα-δίπλα, θα τρόμα- σου είσαι!» μ ’ένα
μας έναν κοινό παρο- ζε από τις ομοιότητες. ύφος μισό απελπισία
νομαστή: τον πατέρα Δεν είχαμε ζήσει ούτε και μισό φθόνου, ότι
μου και το αίμα που ένα λεπτό μαζί κάτω εμείς μπορούσαμε
κυλούσε στις φλέβες από την ίδια στέγη (σε αντίθεση μ’ εκεί-
μας. μέχρι τη στιγμή που νη) να είμαστε αναί-
Πολύ με μπέρδευε τον αναζήτησα για να σθητοι, εγωιστές και
αυτό. Το αίμα. Ο πα- κλείσω τον κύκλο, το ενίοτε σκληροί. Όταν
τέρας μου ήταν κά- κενό της άγνοιας, να γνώρισα τον πατέρα
ποιος που ποτέ του δε έχω εικόνα και άπο- μου, πείστηκα πως το
νοιάστηκε για μένα. ψη για τον άνθρω- αίμα είχε κάνει πολύ
Ποτέ δεν ρώτησε πο που τόσα χρόνια καλά τη δουλειά του.
πώς μεγάλωσα, ποιος ζούσε μέσα μου σαν Τώρα, κάθομαι στο
είμαι και πώς σκέ- φάντασμα. Δεν είχα μπαλκόνι μου στην
φτομαι, γιατί έγινα δει ποτέ πώς κάθεται, Έβδομη Οδό και