Page 34 - mag_71
P. 34
εΝΑΣ ΜΠΑΜΠΗΣ
«Μια λεξούλα
τόση δα»
Στην αρχή κοιτούσα με καχυποψία μου. Αυτή η ιστορία έπρεπε να τε-
τις γιαγιάδες, τους εφήβους στο λειώσει εδώ. Τι θαρρείτε πως είναι
λεωφορείο, τους ανθρώπους στις ο άνθρωπος; Μια μηχανή είναι κι
στάσεις του μετρό, τους συναδέλ- αυτός, δεν θέλει πολύ, λίγο να πι-
φους μου στο γραφείο. Νόμιζα τσικάρει η βίδα, την έκανες.
πως ήμουνα θύμα μιας τεράστιας «Γρηγόρη –φώναξα στον συνάδελ-
συμπαντικής πλάκας. Ή πως είχε φο– βρε Γρηγόρη, τι μουρμουρίζεις
αρχίσει να μου σαλεύει. όλη την ώρα;»
Ώσπου μια μέρα στο γραφείο δεν Ο Γρηγόρης σήκωσε τα μάτια απ’ την
άντεξα. Απ’ το πρωί άκουγα συνέ- οθόνη και με κοίταξε απορημένος.
χεια τη γνωστή λέξη να επαναλαμ- «Δεν μίλησα, δεν είπα κάτι.»
βάνεται παντού. Στο διπλανό γρα- Σηκώθηκα και πλησίασα στο γρα-
φείο από μένα ο Γρηγόρης, καλό φείο του. Στάθηκα ακριβώς μπρο-
34 παιδί μα λιγόλογο και εσωστρε- στά του. Η λέξη ακουγόταν σταθερά
φές. Δύσκολα να του έπαιρνες και δυνατότερα τώρα.
κουβέντα για οτιδήποτε άλλο πέ- «Βρε Γρηγόρη θα τρελαθώ. Εσύ δε
ραν τα της δουλειάς, άντε και για μιλάς κι εγώ τόση ώρα ακούω μια
την υγεία του. Μέχρι εκεί. λέξη συνέχεια. Σου συμβαίνει κάτι;»
Τον κοίταξα μια, τον κοίταξα δυο, Το βλέμμα του έκρυβε ενοχή, λύπη,
φαινόταν απορροφημένος στην απορία, δισταγμό και παραίτηση.
οθόνη του υπολογιστή του, το στό- Χαμήλωσε το κεφάλι σα να μην
μα του εφτασφράγιστο. Η λέξη άντεχε να με κοιτάει.
όμως επαναλαμβανόταν με συνέ- «Τι λέξη ακούς;» με ρώτησε ξεψυχι-
πεια κάθε τρία λεπτά. Μέχρι ότι σμένα.
είναι εγγαστρίμυθος έβαλα με το «Βοήθεια! Ακούω τη λέξη βοήθεια.
μυαλό μου. Και καλά ο Γρηγόρης Σχεδόν κάθε τρία λεπτά. Σταθερά
μα κι όλοι οι υπόλοιποι που συνα- και επίμονα. Μη με παρεξηγήσεις
ντώ; Και γιατί σε μένα; Μου κά- ρε Γρηγόρη, ξέρω πως δεν σ’ αρέ-
νουν πλάκα; Πού με ξέρουν όλοι σει να μιλάς για τον εαυτό σου αλλά
αυτοί οι άγνωστοι; Ένιωσα ένα εδώ κάτι τρέχει. Ή άρχισα να τρε-
κύμα ζέστης να ανάβει το μούτρο λαίνομαι.»