Page 73 - mag_74
P. 73

της Αλεξάνδρας Πιπλικάτση











               τα και μόνο. Συμφωνούν, επίσης,  χεια», λέει  ο κυρ Βασίλης.

               όπως κάθε φορά, πως η πολυκα-                        Η Πολυξένη πάει στην κουζίνα. Κό-
               τοικία τους έχει γεμίσει ξένους  βει σαλάτα και ακούει. Γεμίζει τον

               και η ζωή στη γειτονιά τους έχει  δίσκο μ’ όλα τα απαραίτητα και τα

               πια αλλάξει, κανείς δεν νοιάζεται  γυρίζει στο σαλόνι. Τ’ αφήνει στο
               γι’ αυτό, οι περισσότεροι παλιοί  χαμηλό τραπεζάκι.

               ένοικοι έχουν φύγει για τα καλά  «Έλα, κάτσε κι εσύ», της λέει ο Μά-
               προάστια και ίσως θα πρέπει να  νος.

               κάνουν κάτι αυτοί. Συμφωνούν  «Θα έρθω σε λίγο», απαντάει εκεί-

               ακόμη πως τα κεφτεδάκια της Πο-                      νη. Γυρίζει στην κουζίνα. Κλείνει
               λυξένης είναι ό, τι πρέπει για να  την πόρτα κι ανοίγει το φωταγω-

               συνοδεύσουν ένα ουζάκι, να τα  γό. Ο μικρός Αλί φωνάζει χαρού-
               πούνε κιόλας με την ησυχία τους,  μενα. Ο Μοχάμεντ τελείωσε την

               μη στέκονται στην πόρτα, κυκλο-                      προσευχή και παίζει με τον γιο του.

               φορούν ένα σωρό επικίνδυνοι κι  Το μάντι της Κάτιας μυρίζει πολύ.                                                73
               ανεβαίνουν όλοι μαζί στο διαμέ-                      Την ακούει που μιλάει στο τηλέφω-

               ρισμα της Πολυξένης.                                 νο. Η Έσθερ τραγουδάει ακόμα. Η

               «Τι να πει κανείς μ’ όλα αυτά;» λέει  Πολυξένη κάθεται και μαντεύει. Θα
               ο Μάνος καθώς ανάβει την τηλε-                       λέει για τις χουρμαδιές, θα λέει για

               όραση.                                               τις χώρες στα διαφημιστικά, μπο-

               «Πολυξένη  κόψε  λίγη  ακόμα  σα-                    ρεί και να λέει για ανθρώπους που
               λάτα», φωνάζει ο πατέρας της.                        τους χωράει όλους μια γειτονιά κι

               «Σας λέω έχω γίνει Τούρκος μ’  ονειρεύεται. Ο καυτός ήλιος και η
               όλους αυτούς τους βρομιάρηδες.  σκόνη της ερήμου πλημμυρίζουν

               Άλλαξε κανάλι Μάνο, έχει τον  τον φωταγωγό, μπαίνουν και γεμί-

               Σουλεϊμάν, θα χάσουμε τη συνέ-                       ζουν την κουζίνα της Πολυξένης.



               Η Αλεξάνδρα Πιπλικάτση γεννήθηκε στην Έδεσσα, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγω-
               γικά στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα με εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. Διηγήματά
               της βρίσκονται στους  συλλογικούς τόμους Οδός δημιουργικής γραφής 2 (εκδόσεις Οσελότος, 2013),
               Ανθολογία σύντομου διηγήματος, Διαδρομή 2014 (εκδόσεις γραφομηχανή, 2014) και στο διαδίκτυο.
               Βραβεύτηκε στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης και Διηγήματος «Μίμης Σουλιώτης» που διορ-
               γανώθηκε από το ΠΜΣ «Δημιουργική Γραφή» του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας για το διήγημά
               της «Μ’ αγαπάς, Αλέξανδρε; Σ’ αγαπάω, Μάριε». Η συλλογή διηγημάτων Χειροπέδη από πλατίνα
               (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014) είναι το πρώτο προσωπικό της βιβλίο.
   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77   78