Page 72 - mag_74
P. 72

μΙΚΡεΣ ΙΣΤΟΡΙεΣ

                           Η κουζίνα

                     της Πολυξένης





               λίγη μπογιά που έχει φουσκώσει                        αποφύγει ακόμη μια παρατήρη-

               κι από κάτω αποκαλύπτεται μία                         ση, ακόμη μια γκρίνια. «Γιατί δεν
               καινούρια ζωγραφιά της μούχλας.                       παίρνεις το ασανσέρ; Το ’φτιαξα

               Η Πολυξένη ονειρεύεται χάρτες                         πάλι. Μόνο με τα δικά μου και τα

               και χώρες πάνω στο σοβά, όπως                         δικά σας λεφτά. Οι μπαμπουίνοι
               αυτές των ενοίκων που δεν τις                         οι άλλοι δεν πληρώνουν και…».

               ξέρει. Κοντοστέκεται έξω απ’ την                      Και, και, δεν θέλει η Πολυξένη ν’
               πόρτα του Μοχάμεντ, στο τρίτο,                        ακούει. Ανοίγει το βήμα και κατε-

               ακούει την προσευχή του, σταμα-                       βαίνει τρέχοντας τις σκάλες.

               τάει δίπλα στην πόρτα του Οσμάν,                      Δεν προσέχει, όμως, και πέφτει
               στο δεύτερο, η Έσθερ τραγουδά-                        ακριβώς πάνω σ’ αυτό που θέλει ν’

               ει πάλι, σκέφτεται τις χουρμαδιές,                    αποφύγει. Ο κυρ Βασίλης στέκεται
               τον καυτό ήλιο, την σκόνη της                         μπροστά της, δίπλα ο πατέρας της

               ερήμου, περνάει μπροστά απ’ την                       και πίσω τους μπαίνει ο Μάνος μ’

   72          πόρτα της Κάτιας, το μάντι μυρί-                      ένα καινούριο διαφημιστικό στα
               ζει, της θυμίζει τις πίτες της θείας                  χέρια. Οι τρεις άντρες συμφω-

               της, της Ασημίνας.                                    νούν πως η Πολυξένη κάνει λά-

               Στον πρώτο όροφο μένει ο κυρ                          θος που επιμένει να κατεβαίνει με
               Βασίλης. Τη δική του πόρτα την                        τις σκάλες, ενώ το ασανσέρ έχει

               προσπερνά γρήγορα. Θέλει ν’                           φτιαχτεί απ’ τα δικά τους χρήμα-







































                                                                                                     Το Mάντι της Κάτιας
   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77