Page 56 - mag_77
P. 56

εΝΑσ μπΑμπήσ



                τα αποδημητικά






               κά να κρυώνω και χτύπησα τα χέρια                    Σηκώθηκα, τίναξα κάτι ξερά φύλλα
               μου να ζεσταθώ. Από αμηχανία πε-                     απ’ τα ρούχα μου και γύρισα να τον

               ρισσότερο παρά από ανάγκη, έψαξα                     κοιτάξω με σκοπό να του ζητήσω συ-
               στις τσέπες μου μήπως βρω κανένα                     γνώμη για την απροσεξία μου.

               τσιγάρο.                                             Πρώτα είδα τα κλουβιά. Ήταν πέ-
               Άφησα το αυτοκίνητο πρόχειρα παρ-                    ντε  κλουβιά  βαλμένα  το  ένα  δίπλα

               καρισμένο και πλησίασα την κοινω-                    στ’ άλλο. Το ένα είχε ένα φλαμίνγκο
               νία των πουλιών με χίλια ερωτήμα-                    μωρό, το άλλο δύο από εκείνα τα στα-

               τα στο στόμα μου. Από πού έρχεστε;                   χτόχρωμα μέγεθος μπουνιάς που-
               Πού πάτε; Σας κυνηγούνε οι άνθρω-                    λάκια, το τρίτο, αυτό που πάνω του

               ποι; Σας νιώθουν; Τι έχετε κατά νου;                 σκόνταψα, μια μάνα με το μικρό της,
               Σας περιμένει κανείς στην άλλη γη;                   ξαφνικά κατάλαβα γιατί ήταν μόνος

               Φοβόσαστε; Κρυώνετε; Πεινάτε;                        του ο καλαμοκανάς προηγουμένως.
               Ονειρεύεστε;                                         Τα υπόλοιπα δύο κλουβιά ήταν άδεια.

               Από παιδί περπατούσα και κοιτούσα                    Κοίταζα μια τα κλουβιά και μια εκεί-
   56          τον ουρανό, τα σύννεφα κι ότι τραβού-                νον μη ξέροντας τι να πω.

               σε την προσοχή μου μέσα στο οπτικό                   «Δε γίνεται, δε γίνεται να φύγουν, κά-
               μου πεδίο αλλά ποτέ τον δρόμο. Συ-                   ποια πρέπει να μείνουν εδώ, καταλα-

               χνά σκόνταφτα, έπεφτα φαρδύς πλα-                    βαίνεις;»
               τύς ή έβρισκα σε φυσικά εμπόδια.                     Απ’ την τσέπη του μπουφάν του κρε-

               Έτσι και τώρα. Καθώς περπατούσα                      μόταν ένα δίχτυ. Έσκυψα και περιερ-
               χαζεύοντας την ομορφιά γύρω μου,                     γάστηκα το μωρό φλαμίνγκο μέσα στο

               ούτε που πρόσεξα τον τύπο που γο-                    κλουβί. Με δική τους θέληση τα χέρια
               νατισμένος πίσω απ’ τον φράχτη πα-                   μου πήγανε στο πορτάκι. Δέχτηκα ένα

               ραμόνευε τα πουλιά. Αρχικά το πόδι                   γερό χτύπημα στα δάχτυλα από ένα
               μου χτύπησε σε κάτι σκληρό, άκου-                    μπαστούνι.

               σα έντονα φτερουγίσματα κι ύστερα                    «Θα μείνουν εδώ λέω, καταλαβαί-
               έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα με                  νεις;» είχε αγριέψει.

               φόρα πάνω σ’ ένα άλλο ανθρώπινο                      «Μα δεν ξεκίνησαν για να μείνουν
               κορμί.                                               εδώ ρε φίλε. Να μεταναστεύσουν θέ-

               Ο τύπος μ’ έσπρωξε πέρα βρίζοντας                    λουν, να βρούνε πιο ζεστά κλίματα για
               και βιάστηκε να βεβαιωθεί ότι η λεία                 να επιβιώσουν, για να φτιάξουν μια

               του στο κλουβί ήταν εντάξει.                         καλύτερη ζωή»
               «Δε βλέπεις μπροστά σου βρε μαλά-                    Άρχισα να του λέω μαλακά καταλα-

               κα;»                                                 βαίνοντας πως έχω να κάνω μ’ έναν
   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61