Page 67 - mag_78
P. 67

της Μαρίας Στρίγκου

                                                                                         https://meorio.blogspot.com/








               ήταν μόνιμος, πατούσες τον διακόπτη                   κυρ Βαγγέλη του ισογείου – αυτός
               του διαδρόμου κι άρχιζαν οι λάμπες                    με ξάφνιασε, πρόσφατα το μαγαζί του

               να αναβοσβήνουν για δέκα ολόκλη-                      είχε βαρέσει κανόνι στην αγορά, πώς
               ρα λεπτά, μην είμαστε αχάριστοι, η                    θα μπορούσε να πληρώνει το τσου-

               δουλειά γινότανε, απλά διέσχιζες                      χτερό ενοίκιο του ρετιρέ αναρωτή-
               χορευτικά όλο τον όροφο, ένα βήμα                     θηκα – τον κυρ – Αντώνη που «πάει

               φως, ένα βήμα σκοτάδι. Το ίδιο και                    καιρός που ζούσε στην αυλή» κι όλο
               το ασανσέρ.  Πήγαινε πρώτο, τρίτο,                    ήθελε να συμβιβάζει τα πράγματα σα

               τέταρτο, ρετιρέ. Στον πέμπτο και στον                 να μην τρέχει τίποτα κι ας έτρεχαν
               δεύτερο δεν υπήρχε περίπτωση να                       πίσω του οι καταρράκτες του Νιαγά-

               σταματήσει. Οι κάτοικοι αυτών των                     ρα. Ήταν κι άλλες φάτσες εκεί, κά-
               ορόφων είτε ανέβαιναν – κατέβαιναν                    ποιες καθαρά εξαρχειώτικες, αλάνι-

               με τα πόδια, είτε πήγαιναν σε παρα-                   κες και πονηρές και άλλες, καθαρές,
               πλήσιους ορόφους κι ύστερα το έκο-                    εκλεπτυσμένες, φίνες.

               βαν πάλι ποδαράτα.                                    Εκεί  που  καθόμουνα  και  χάζευα  το
               Το  περασμένο Σάββατο λοιπόν  είχε                    πλήθος πέρασε ο περιπτεράς ο Φώ-                           67

               οργανώσει ο μαστροΚυριάκος οντι-                      ντας, που συχνά λειτουργούσε σαν
               σιόν για το ρετιρέ. Τον βρήκα σε-                     τις μυστικές υπηρεσίες, τα ήξερε

               νιαρισμένο  το πρωί στην είσοδο,                      όλα για όλους και τα αμολούσε όπο-
               κοστουμαρισμένο κι επίσημο, τόσο,                     τε πίστευε αυτός πως ήτανε σωστό.

               που τρόμαξα. Έμοιαζε να έχει πάρει                    Ανταλλάξαμε καλημέρες με νοήματα
               τη δουλειά του μεσίτη πολύ σοβαρά.                    και στραφήκαμε κι οι δυο στο πλήθος

               Πήρα τον καφέ μου από το καφενε-                      που όσο πήγαινε και μεγάλωνε.
               δάκι απέναντι και άραξα να παρα-                      «Μεγάλο λαμόγιο ο Κυριάκος» μίλη-

               κολουθήσω το θέαμα. Οι υποψήφιοι                      σε τελικά ο Φώντας
               προσήλθαν απαξάπαντες, σοβαροί                        Τον κοίταξα παραξενεμένος. Οι υπο-

               και απόλυτα συνεπείς στην ώρα που                     ψήφιοι κρατούσε ο καθένας το μικρό
               είχε  ορίσει  ο Κυριάκος.  Ανάμεσα                    ή το μεγαλύτερο πεσκέσι στα χέρια

               τους είδα και κάποιους γνωστούς.                      για τον διαχειριστή, προκειμένου να
               Την  κυρά  Μαρία  του  τρίτου,  ήθελε                 τον δει ευνοϊκά για την ενοικίαση.

               λέει από καιρό να ανεβεί πιο ψηλά,                    «Για τα πεσκέσια μιλάς;»
               να βλέπει ουρανό, τόσα χρόνια έβλε-                   Ο Φώντας κούνησε το κεφάλι με την

               πε το ντουμάνι του ακάλυπτου, κά-                     έκφραση του υπεράνω, αυτού που
               ποια καλόπαιδα εκεί του δίνανε και                    γνωρίζει τα μυστικά του Σύμπαντος.

               καταλάβαινε με τα τσιγάρα τους, τον                   «Ποια πεσκέσια, εκεί έμεινες εσύ;
   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72