Page 67 - mag_101
P. 67

της Δήμητρας Ξενάκη











               Βρέχει συνέχεια. Οι σταγόνες χτυπά-                   από  μπροστά μου. Ο τόπος μου, το
               νε το τζάμι, κι έπειτα κυλάνε λαμπε-                  μικρό μας σπίτι. Η μάνα μου, οι φίλοι,

               ρές. Τα πολύχρωμα λαμπάκια του                        το κοντινό δάσος, τα φραγκοστάφυ-
               δρόμου στέλνουν φως και τις μετα-                     λα, το χιόνι...

               μορφώνουν.                                            Οι μέρες τρέχουν. Μια νέα κοπέλα

               Κοιτάζω σιωπηλή. Έξω από το τζάμι                     ερωτευμένη χάνεται στην αγκαλιά
               όλα είναι γιορτινά. Ζωντανεύουν όλα                   του αγαπημένου της. Κι έπειτα  κρα-
               τα  παραμύθια των Χριστουγέννων. Ο                    τάει ένα μωρό στην αγκαλιά της. Οι

               χρόνος χαϊδεύει πολύχρωμος το τζά-                    άνθρωποί  της,  το  δάσος  της,  είναι
               μι. Ίσως να θέλει να έρθει κοντά μου,                 πάντα εκεί.

               ίσως να προσπαθεί να μου μιλήσει.                     Οι εικόνες στριφογυρίζουν στο μυαλό
               Εγώ όμως δεν μπορώ να πάω προς                        μου. Μου στέλνουν μηνύματα κι εγώ

               το μέρος τους. Ούτε να μιλήσω μπο-                    πασχίζω να τα καταλάβω.
               ρώ.                                                   Τώρα είμαι μια ξένη, τους φωνάζω.

               Κάθομαι ακίνητη στο σκοτάδι και                       Είμαι «η κοπέλα απ’ τη Βουλγαρία»
               κοιτάζω έξω ζητώντας λίγη από εκεί-                   που προσέχει τη γιαγιά. Ακόμη και το                       67

               νη την χαρά που έφερνε κάποτε μόνο                    όνομά μου, το άλλαξαν. Αντί για Ιβάν-
               και μόνο η σκέψη των Χριστουγέν-                      κα με λένε Βάνα. Είναι πιο εύκολο,

               νων. Κρυώνω. Τυλίγω γύρω μου το                       λένε.
               σάλι που μου χάρισε η κυρία Μαρί-                     Κι  ενώ  προσπαθώ να δω το  βλέμ-

               κα. Κάθομαι, στη παλιά πολυθρόνα                      μα του μωρού μου και ν’ ακούσω τη
               και  ταξιδεύω στη νύχτα,  στους φω-                   φωνή του αγαπημένου μου, συνει-

                                                                     δητοποιώ πως ξημέρωσε.
               τεινούς δρόμους της βροχής. .
 Μια           - Που θέλεις να πας; ρωτάει μια φωνή                  Η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Σηκώνο-

                                                                     μαι από την πολυθρόνα και πλησιάζω
               Οι  πολύχρωμοι δρόμοι της γιορτής,
                                                                     το παράθυρο. Ακουμπάω το μέτωπο
               θέλουν ζεστασιά. Εσύ είσαι παγωμέ-
                                                                     στο τζάμι. Καθρεφτίζομαι στις σταγό-
               νη.
 αγκαλιά       Έχει δίκιο η φωνή. Το ξέρω κι αυτό                    νες. Τις καλημερίζω. Μου στέλνουν
                                                                     πρωινό φως και ό,τι απόμεινε από τα
               με πονάει. Έχω παγωνιά μέσα μου.
                                                                     νυχτερινά χρώματα.
               Δεν την νικάει το σάλι, ούτε τα γιορτι-
                                                                     Λες να μη με θεωρούν ξένη σκέφτο-
               νά φωτάκια.
               Η νύχτα προχωράει, η βροχή συνε-
                                                                     Μα τι κάνω;  αναρωτιέμαι.  Έχω τόσες
               χίζει να πέφτει. Εγώ επιβιώνω στην                    μαι;
               παγωμένη σιωπή,   που  πλέχτηκε                       δουλειές...
               γύρω μου. Χιλιάδες εικόνες περνούν                    Ετοιμάζω το πρωινό της κυρίας,
   62   63   64   65   66   67   68   69   70   71   72