Page 72 - mag_99
P. 72

ΓΡΑφονΤΑς μιΑ ιςΤοΡιΑ











               μό. Όταν άρχιζα να βήχω η μάνα μου                    σαν  την  Αγία Εικόνα  με το  σκήνωμά
               με άρπαζε στα γρήγορα και με έβγα-                    της. Ανήμερα, γιορταζόταν μεγαλό-

               ζε στο προαύλιο, όπου μου έβρεχε το                   πρεπα η Χάρη της, μαζί με όσους και
               πρόσωπο με το νερό της βρύσης για να                  όσες έφεραν το όνομά της. Τα «χρόνια
               συνέλθω. Ήξερα πως αυτό έπρεπε να                     πολλά» και τα καλωσορίσματα δεν εί-

               το υποστώ γιατί μετά με άφηναν στην                   χαν τελειωμό εκείνη τη μέρα και φυ-
               ησυχία μου, τόσο κείνη όσο και ο βή-                  σικά, ανάμεσα στον εκκλησιασμό και

               χας, μέχρι να τελειώσει η παράκληση.                  στις τελευταίες ετοιμασίες του γιορτι-

               Με τα πρώτα μελτέμια ετοιμάζονταν                     νού τραπεζιού, δεν υπήρχε χρόνος για
               τα ρούχα της γιορτής, τα παλιά, που                   μπάνιο στη θάλασσα. Άλλωστε, μετά
               μεταποιούσε η μάνα για τα μικρότερα                   το φαγητό, τα γλυκά, τα παγωτά και τα

               παιδιά και τα καινούργια για τα μεγα-                 παιχνίδια δωροδοκούσαν τις γκρίνιες
               λύτερα, που ψήλωναν γρήγορα και δεν                   για το χαμένο μπάνιο και εξαγόραζαν

               χώραγαν πλέον στα παλιά. Σε παρά-                     τις τύψεις των μεγάλων. Γι’ αυτούς η
               ταξη οι κολλαριστές οργαντίνες, με τα                 θάλασσα τέτοια μέρα, μετά από τόσο

   72          φουσκωτά μανίκια και τις φαρδιές ζώ-                  φαγητό και πιοτό, ήταν απαγορευτική.
               νες που έδεναν πίσω σαν πεταλούδες,                   Από  τότε  πέρασαν  χρόνια  και  χρόνια
               οι κολλαριστές λευκές κορδέλες, που                   και γέρασα. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν

               θα στόλιζαν τα μαλλιά των κοριτσιών                   κι έκαναν τα δικά τους παιδιά, που και
               δεμένες σε φιόγκους, μιάμιση φορά                     αυτά σε κάποια χρόνια θα κάνουν τα

               μεγαλύτερους από τα κεφάλια τους και                  δικά τους. Όταν τη μέρα της Παναγιάς
               δεόντως αρωματισμένους και περι-                      μαζεύονται στο σπίτι μας παιδιά, νύφες,
               ποιημένους για να γίνονται αποδεκτοί,                 γαμπροί κι εγγόνια έρχονται στο νου

               όπως και τα φρεσκοβαμμένα λευκά                       μου στιγμές από εκείνη την εποχή, με
               γοβάκια της Ανάστασης, που είχαν                      τη γεύση του χειροποίητου παγωτού,

               ήδη αρχίσει να στενεύουν. Ευτυχώς,                    τη χλαπαταγή από τις φωνές, τα γέλια
               εγώ δεν είχα τέτοια προβλήματα γιατί                  και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών,
               κλοτσώντας όσο πιο δυνατά μπορούσα                    καθώς και τα διάφορα στιχάκια  που

               άλλοτε την μπάλα και άλλοτε τα χαλίκια                απήγγειλε ο παππούς μου, το γηραι-
               κατάφερνα να λιώνω γρηγορότερα τα                     ότερο τότε μέλος της οικογένειας. Και

               παπούτσια μου.                                        παρότι με αγκαλιάζει μια μελαγχολική
                      Παραμονή της Παναγιάς, μετά                    νοσταλγία, φοράω το καλύτερο χαμό-

               τον Μέγα Εσπερινό, γινόταν η λιτάνευ-                 γελό μου και, τσουγκρίζοντας το ποτή-
               ση του επιταφίου της και στη συνέχεια                 ρι μου με όλους, παίρνω το ύφος του

               το ξενύχτι που αποχαιρετισμού, όπου                   και λέω το ίδιο ποιηματάκι που έλεγε
               μαυροντυμένες  γυναίκες ξενυχτού-                     κι εκείνος:
   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76   77