Page 71 - mag_99
P. 71

της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου






                                         έκέινα







               τα καλόκαιρια














               Τα σχολεία έκλειναν κοντά στο τέλος                   και ανυπομονησίες που προορίζονταν
               Ιουνίου. Μετά τη γιορτή των Αγίων                     για το στόλισμα της εικόνας της Πανα-

               Αναργύρων,  την  πρώτη  Ιουλίου, που                  γιάς, μέχρι βασιλικούς, ηλίανθους και
               η μάνα μου την κράταγε «ευλαβικά»                     λεβάντες. Τελευταίες μέρες ψήναμε
               σαν αργία, γιατί «Είναι γιατροί και θαυ-              τα γλυκά του ταψιού και τους μπεζέ-

               ματουργοί», όπως έλεγε, στο σπίτι μας                 δες για τη μέρα της Παναγιάς. Κι εγώ
               άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη γιορτή                γκρίνιαζα που δεν με άφηναν να παίξω

               «της Παναγιάς».                                       όσο ήθελα, γιατί έπρεπε να τα πηγαίνω                      71
               «Νωρίς δεν είναι;» ρώταγε ο πατέρας,                  και να τα φέρνω από το φούρνο, και με

               πάντα, σαν να ξέχναγε πως είχε ξανα-                  έκοβαν στο φόρτε του παιχνιδιού, που
               ρωτήσει και πέρυσι.                                   ποτέ δεν χόρταινα.

               Εκείνη τον κοίταζε επίμονα κι επανα-                  Τον Αύγουστο η μέρα δεν έφτανε. Με
               λάμβανε πως είχε μόνο σκάρτο μήνα                     τις τόσες δουλειές που είχαμε να κά-

               για να προετοιμαστεί. Τότε, αυτός θυ-                 νουμε στο σπίτι μού φαινόταν μικρή,
               μόταν πως για όλο το πρώτο δεκαπεν-                   άσε που προοιώνιζε τις ακόμα μικρό-

               θήμερο του Αυγούστου, κάθε απόγευ-                    τερες μέρες του χειμώνα, που δεν
               μα, εκείνη πήγαινε στις παρακλήσεις.                  ήθελα να σκέφτομαι. Περνούσα όλο το
               Και πάντα τον διόρθωνε, ότι τα Σάββατα                πρωινό κάνοντας μικροδουλειές και

               έψελναν τον Εσπερινό. Κάθε χρόνο τα                   θελήματα, περιμένοντας να τελειώσει
               ίδια άκουγα. Και κάθε χρόνο είχαμε τις                το μαγείρεμα για να πάμε στη θάλασσα.

               ίδιες προετοιμασίες. Πρώτα ο τραχα-                   Μια ώρα και βάλε το πέρα δώθε, πρό-
               νάς και οι χυλοπίτες και στη συνέχεια                 σθεσε και το ξεθέωμα της κολύμβησης
               τα γλυκά του κουταλιού και τα νηστή-                  έφτανε απόγευμα. Και πριν προλάβω

               σιμα κουλουράκια. Ύστερα, ερχόταν η                   καλά καλά να ξεκουραστώ, έπρεπε με
               γενική  καθαριότητα  και το ασβέστω-                  το φαί ακόμα στο στόμα, να συνοδέψω
               μα των ντενεκέδων με τα καλοκαιρινά                   τη μάνα μου στην εκκλησία, που ήταν

               λουλούδια: πριμούλες, φλόγες, λευ-                    γεμάτη με εκείνον τον απαίσιο καπνό
               κάνθεμα, καμπανούλες,  καλέντουλες                    από τα λιβάνια και μου έφραζε το λαι-
   66   67   68   69   70   71   72   73   74   75   76