Page 61 - mag_99
P. 61
της Μαρίας Στρίγκου
μή. Θα της φέρει νερό, φαγί, θα την βο- δεν καταλαβαίνετε τίποτα; Ως πότε θα
ηθήσει να πάει προς νερού της, όχι από κάνετε τα κορόιδα;»
ενδιαφέρον μα γιατί πρέπει, είναι η δου- Κανένας δεν της δίνει σημασία, είναι
λειά του, πρέπει να την παραδώσει στον μεγάλη, δεν πάει καλά στα μυαλά της,
επόμενο σε καλή κατάσταση. Καλή; Την τα χάνει συνέχεια, πώς την αφήσανε να
πιάνουν γέλια, κοιτά τα φθαρμένα κα- ταξιδέψει, μεγάλη γυναίκα χωρίς συνο-
θίσματα, το παλιό λεωφορείο, τους αν- δεία, δεν έχει παιδιά κι αγγόνια άραγε;
θρώπους που μοιάζουν να ζούνε σε μια «Μη θυμώνεις κυρ-Ελλάδα, δεν ωριμά-
άλλη εποχή, τον φόβο που κουβαλούνε σανε ακόμα τα παιδιά σου, δε νιώθουν.»
όλοι στα ζεμπίλια τους, την αγωνία στα της λέει ένας νεαρός που κάθεται στην
μάτια, τα ψεύτικα χάχανα στα ανέκδοτα πρώτη σειρά και διαβάζει συνέχεια ένα
του οδηγού. Κάποια είναι σόκιν, οι γυ- βιβλίο του Καζαντζάκη.
ναίκες κάνουν πως σοκάρονται, βάζουν Η γριά τον κοιτά με σκοτεινιασμένα μά-
το χέρι στο στόμα για να εμποδίσουν τον τια γεμάτα δάκρυα.
εμετό, οι άντρες καμαρώνουν καθισμέ- 61
νοι με τα πόδια ανοιχτά στο κάθισμα. «Ως πότε γιε μου; Τι άλλο χρειάζεται να
πάθουν ακόμα για να μάθουν τι σημαί-
«Μαιρούλα μην ακούς εσύ. Αυτά δεν νει να ‘σαι λεύτερος;»
είναι για παιδιά»
Ο οδηγός βάζει μπροστά, το λεωφορείο
Η Μαιρούλα ακούει μα δεν καταλαβαί- ξεκινά με θόρυβο, ο ήχος της μηχανής
νει ακριβώς τι, μονάχα μια ντροπή έρ- σκεπάζει τα λόγια. Με το ένα χέρι κρατά
χεται και κάθεται πάνω στους ώμους το τιμόνι, με το άλλο ψάχνει στο ραδι-
της, μια ντροπή που δεν μπορεί να της όφωνο, να πιάσει κανέναν καινούργιο
την πάρει κανένας, ούτε ο παππούς που σταθμό.
δοκιμάζει αν ωρίμασαν τα στηθάκια της «Κομπάρσος της καρδιάς σου δεν θα
ούτε η θεία της που την πηγαίνει στην γίνω, να παίζω κάθε ρόλο τελευταίο, δε
κυριακάτικη λειτουργία και της μαθαίνει γίνεται αγάπη μου να μείνω, συγχώρα
τις μεγάλες νηστείες, ούτε καν ο δάσκα- με που φεύγω μα δε φταίω»
λος που τους βάζει συνέχεια γραπτές
τιμωρίες. Η τίγρης κουνάει το κεφάλι της δεξιά,
αριστερά, έχει ζέστη κι ο αγέρας που
Η γιαγιά σηκώνει τη μαγκούρα, την κι- φυσά ειν’ επικίνδυνος. Το καλοκαίρι οι
νεί απειλητικά προς τους συνταξιδιώτες φωτιές δεν σβήνουν εύκολα, μονάχα
της. οι μνήμες σβήνουν κι οι ευκαιρίες να
«Ως πότε μωρέ; Ως πότε θα κάνετε πως πάμε παρακάτω πιο ώριμοι.